συνοπαδός: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synopados
|Transliteration C=synopados
|Beta Code=sunopado/s
|Beta Code=sunopado/s
|Definition=όν, Ion. συνοπ-ηδός, [[following along with]], [[accompanying]], τοῖς ἀνθρώποις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>216b</span>; ψυχὴ θεῷ σ. γενομένη <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>248c</span>; <b class="b3">ξείνῳ σ</b>. <span class="bibl">A.R.4.745</span>; ὄνειαρ σ. ἀοιδῆς <span class="bibl">Panyas.12.13</span>; <b class="b3">ἐν αὐλοῖς σ</b>. <span class="bibl">Telest.5</span>.
|Definition=συνοπαδόν, Ion. [[συνοπηδός]], [[following along with]], [[accompanying]], τοῖς ἀνθρώποις Pl.''Sph.''216b; ψυχὴ θεῷ σ. γενομένη Id.''[[Phaedrus|Phdr.]]''248c; <b class="b3">ξείνῳ σ.</b> A.R.4.745; ὄνειαρ σ. ἀοιδῆς Panyas.12.13; <b class="b3">ἐν αὐλοῖς σ.</b> Telest.5.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon, compagne de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὀπαδός]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[compagnon]], [[compagne de]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὀπαδός]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Latest revision as of 17:00, 5 November 2024

English (LSJ)

συνοπαδόν, Ion. συνοπηδός, following along with, accompanying, τοῖς ἀνθρώποις Pl.Sph.216b; ψυχὴ θεῷ σ. γενομένη Id.Phdr.248c; ξείνῳ σ. A.R.4.745; ὄνειαρ σ. ἀοιδῆς Panyas.12.13; ἐν αὐλοῖς σ. Telest.5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compagnon, compagne de, τινι.
Étymologie: σύν, ὀπαδός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοπᾱδός -ον [σύν, ὁπαδός] begeleidend.

German (Pape)

[ᾱ], zugleich folgend, begleitend; Plat. Phaedr. 248c, Soph. 216b; Panyasis bei Ath. II.37a in ion. Form συνοπηδός.

Russian (Dvoretsky)

συνοπᾱδός: сопровождающий, сопутствующий (τινι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

συνοπᾱδός: -όν, συνακόλουθος, συνοδεύων τινά, ψυχὴ θεῷ ξ. γενομένη Πλάτ. Φαῖδρ. 248C· ξείνῳ συνοπαδὸς ἐοῦσα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 745· ὄνειρα σ. ἀοιδῆς Πανύασις 1. 13· ἐν αὐλοῖς σ. Τελέστ. παρ’ Ἀθην. 626Α· ― ἀπολ., σύντροφος, Πλάτ. Σοφιστ. 216Β.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνοπαδός και ιων. τ. συνοπηδός, Α ὀπαδός
1. αυτός που συνοδεύει κάποιον, ακόλουθος («ψυχὴ θεῷ ξυνοπαδὸς γενομένη», Πλάτ.)
2. σύντροφος.

Greek Monotonic

συνοπᾱδός: ὁ, συνακόλουθος, συνοδός, σύντροφος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

συν-οπᾱδός, οῦ, ὁ,
a companion, Plat.