μάργαρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=margaros
|Transliteration C=margaros
|Beta Code=ma/rgaros
|Beta Code=ma/rgaros
|Definition=ὁ and ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pearl-oyster</b>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>15.8</span>; but, = [[μαργαρίτης]], <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>11</span> passim.</span>
|Definition=ὁ and ἡ, [[pearl-oyster]], Ael.''NA''15.8; but, = [[μαργαρίτης]], Tz.''H.''11 passim.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0095.png Seite 95]] ὁ, = [[μαργαρίτης]], Ael. H. A. 15, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0095.png Seite 95]] ὁ, = [[μαργαρίτης]], Ael. H. A. 15, 8.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />huître d'où l'on extrait les perles ; perle.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt à l'iranien, lui-même du <i>skr.</i> manjari « perle ».
}}
{{ls
|lstext='''μάργᾰρος''': ὁ καὶ ἡ, τὸ [[ὄστρεον]] τὸ παράγον τὸν μαργαρίτην, Αἰλ. π. Ζ. 15. 8, Τζέτζ.
}}
{{grml
|mltxt=ο και η (AM [[μάργαρος]])<br /><b>1.</b> όστρακο το οποίο περιέχει [[μαργαριτάρι]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[μαργαριτάρι]] («ἐφόρεσε καὶ στέφανον ἐκ λίθων καὶ μαργάρων», Διήγ. Αχιλλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />σκληρή, λευκή, στιλπνή και ιριδίζουσα [[ουσία]] η οποία καλύπτει την εσωτερική [[επιφάνεια]] μερικών [[μαλακίων]] και χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] κουμπιών, λαβών και διαφόρων διακοσμήσεων, η [[μαργαριταρόρριζα]], το [[σεντέφι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από [[μαργαρίτης]] ([[πρβλ]]. [[μάργαρο]]) ή απευθείας μεταπλασμένος τ. του [[μάργαρο]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάργᾰρος Medium diacritics: μάργαρος Low diacritics: μάργαρος Capitals: ΜΑΡΓΑΡΟΣ
Transliteration A: márgaros Transliteration B: margaros Transliteration C: margaros Beta Code: ma/rgaros

English (LSJ)

ὁ and ἡ, pearl-oyster, Ael.NA15.8; but, = μαργαρίτης, Tz.H.11 passim.

German (Pape)

[Seite 95] ὁ, = μαργαρίτης, Ael. H. A. 15, 8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
huître d'où l'on extrait les perles ; perle.
Étymologie: DELG emprunt à l'iranien, lui-même du skr. manjari « perle ».

Greek (Liddell-Scott)

μάργᾰρος: ὁ καὶ ἡ, τὸ ὄστρεον τὸ παράγον τὸν μαργαρίτην, Αἰλ. π. Ζ. 15. 8, Τζέτζ.

Greek Monolingual

ο και η (AM μάργαρος)
1. όστρακο το οποίο περιέχει μαργαριτάρι
2. συνεκδ. μαργαριτάρι («ἐφόρεσε καὶ στέφανον ἐκ λίθων καὶ μαργάρων», Διήγ. Αχιλλ.)
νεοελλ.
σκληρή, λευκή, στιλπνή και ιριδίζουσα ουσία η οποία καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια μερικών μαλακίων και χρησιμοποιείται για την κατασκευή κουμπιών, λαβών και διαφόρων διακοσμήσεων, η μαργαριταρόρριζα, το σεντέφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από μαργαρίτης (πρβλ. μάργαρο) ή απευθείας μεταπλασμένος τ. του μάργαρο].