ἐκσκευάζω: Difference between revisions
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
m (Text replacement - "Étymologie:''' ἐκ," to "Étymologie:''' ἐκ,") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekskevazo | |Transliteration C=ekskevazo | ||
|Beta Code=e)kskeua/zw | |Beta Code=e)kskeua/zw | ||
|Definition=[[disfurnish of tools and implements]], ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη | |Definition=[[disfurnish of tools and implements]], ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη D.30.30:—Med., [[carry away with one]], χρήματα εἰς Σοῦσα Str.15.3.9; [[plunder]], οἴκους J.''BJ''4.7.2:—Pass., [[ἐξεσκευασμένος]] [[falsa lectio|f.l.]] for ἐν-, Plu.''Cleom.''37. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
disfurnish of tools and implements, ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη D.30.30:—Med., carry away with one, χρήματα εἰς Σοῦσα Str.15.3.9; plunder, οἴκους J.BJ4.7.2:—Pass., ἐξεσκευασμένος f.l. for ἐν-, Plu.Cleom.37.
Spanish (DGE)
1 privar de aperos en v. pas. ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη D.30.30.
2 en v. med. llevarse χρήματα εἰς τὰ Σοῦσα Str.15.3.9
•saquear οἴκους I.BI 4.404.
German (Pape)
[Seite 778] Geräthe wegschaffen; ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη, wurde der Geräthschaften beraubt, Dem. 30, 30; im med., Strab. XV p. 730.
French (Bailly abrégé)
enlever le mobilier ou les instruments ; Pass. être pillé;
Moy. ἐκσκευάζομαι enlever et transporter avec soi (son mobilier, sa fortune, etc.).
Étymologie: ἐκ, σκευάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκσκευάζω: лишать орудий: ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη Dem. сельскохозяйственный инвентарь был отобран.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσκευάζω: ἀπογυμνῶ τῶν σκευῶν καὶ ἐργαλείων, ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη Δημ. 872. 11. - Μέσ., μετακομίζω, πάντα δὲ τὰ ἐν Περσίδι χρήματα ἐξεσκευάσατο εἰς τὰ Σοῦσα Στράβων 730.
Greek Monolingual
ἐκσκευάζω (Α)
1. απογυμνώνω από τα σκεύη και τα εργαλεία («ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη», Δημ.)
2. διαρπάζω, λεηλατώ
3. μεσ. μεταφέρω, διακομίζω.
Greek Monotonic
ἐκσκευάζω: μέλ. -σω, απογυμνώνω από εργαλεία κι άλλα σύνεργα, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. σω
to disfurnish of tools and implements, Dem.