ἐπιχρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epichronnymi
|Transliteration C=epichronnymi
|Beta Code=e)pixrw/nnumi
|Beta Code=e)pixrw/nnumi
|Definition=and ἐπιχωννύω, fut. <b class="b3">-χρώσω</b>: pf. -κέχρωκα Plu.(v.infr.): —[[rub]] or [[smear over]], [[colour on the surface]], [[tinge]], τι <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Anat.</span>30</span>, Plu. 2.395e, cf. <span class="bibl">Plot.4.5.7</span>; τινι with a thing, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dom.</span>8</span>; οὐκ ἄχρι τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ' ἐς βάθος.. φαρμάκοις.. καταβαφεῖσα <span class="bibl">Id.<span class="title">Im.</span> 16</span>: metaph., ψυχὴ ἐπακτὸν νοῦν ἔχει -χρωννύντα αὐτήν <span class="bibl">Plot.5.6.4</span>:— Pass., <b class="b3">δόξαις ἐπικεχρωσμένοι</b> [[merely tinged]] with.., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>340d</span>.
|Definition=and [[ἐπιχωννύω]], fut. -χρώσω: pf. -κέχρωκα Plu.(v.infr.): —[[rub]] or [[smear over]], [[colour on the surface]], [[tinge]], τι Ruf.''Anat.''30, Plu. 2.395e, cf. Plot.4.5.7; τινι with a thing, Luc.''Dom.''8; οὐκ ἄχρι τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ' ἐς βάθος.. φαρμάκοις.. καταβαφεῖσα Id.''Im.'' 16: metaph., ψυχὴ ἐπακτὸν νοῦν ἔχει -χρωννύντα αὐτήν Plot.5.6.4:—Pass., <b class="b3">δόξαις ἐπικεχρωσμένοι</b> [[merely tinged]] with.., Pl.''Ep.''340d.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχρώννῡμι Medium diacritics: ἐπιχρώννυμι Low diacritics: επιχρώννυμι Capitals: ΕΠΙΧΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epichrṓnnymi Transliteration B: epichrōnnymi Transliteration C: epichronnymi Beta Code: e)pixrw/nnumi

English (LSJ)

and ἐπιχωννύω, fut. -χρώσω: pf. -κέχρωκα Plu.(v.infr.): —rub or smear over, colour on the surface, tinge, τι Ruf.Anat.30, Plu. 2.395e, cf. Plot.4.5.7; τινι with a thing, Luc.Dom.8; οὐκ ἄχρι τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ' ἐς βάθος.. φαρμάκοις.. καταβαφεῖσα Id.Im. 16: metaph., ψυχὴ ἐπακτὸν νοῦν ἔχει -χρωννύντα αὐτήν Plot.5.6.4:—Pass., δόξαις ἐπικεχρωσμένοι merely tinged with.., Pl.Ep.340d.

German (Pape)

[Seite 1005] (s. χρώννυμι), mit Farbe bestreichen, färben, οἶκον ἐρυθήματι Luc. dom. 8; ὁ ἀὴρ ἐπικέχρωκε τὸν χαλκόν Plut. de Pyth. orac. 4; Luc. imag. 16 οὐκ ἄχρι τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, nur auf der Oberfläche, ἐς βάθος δευσοποιοῖς τισι φαρμάκοις ἐς κόρον καταβαφεῖσα, tief, echt gefärbt; – übertr., οἱ ὄντως μὴ φιλόσοφοι δόξαις δὲ ἐπικεχρωσμένοι, die nur so den Anstrich davon haben, Plat. Ep. VII, 340 d.

French (Bailly abrégé)

colorer à la surface, teindre légèrement.
Étymologie: ἐπί, χρώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχρώννῡμι: слегка покрывать краской, сверху окрашивать (τὸν χαλκόν Plut.; οἶκον ἐρυθήματι Luc.): οἱ ὄντως μὴ φιλόσοφοι, δόξαις δὲ ἐπικεχρωσμένοι Plat. не настоящие ревнители мудрости, а лишь нахватавшиеся (чужих) мнений.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχρώννῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -χρώσω, τρίβωἀλείφω ἐπί τινος, χρωματίζω τὴν ἐπιφάνειάν τινος, καὶ τὸν οἶκον ὅλον ἐπιχρώννυσι τῷ ἐρυθήματι, καὶ δίδει εἰς ὅλον τὸν οἶκον χρωματισμόν τινα διὰ τοῦ ἐρυθήματος (ὁ χρυσός), Λουκ. περὶ Οἴκου 8· ἥν δ’ ἔχων φύσιν ὁ ἀήρ... κατὰ τὰς ἐπιψαύσεις ἐπικέχρωκε τὸν χαλκὸν Πλούτ. 2. 395Ε· ἡ εἰκὼν κεκοσμήσθω, οὐκ ἄχρι τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ’ ἐς βάθος... φαρμάκοις... καταβαφεῖσα Λουκ. Εἰκ. 16· μεταφ., δόξαις ἐπικεχρωσμένοι, ἁπλῶς χρωματισμένοι μὲ δόξας, Πλάτ. Ἐπιστ. 340D.

Greek Monolingual

ἐπιχρώννυμι και ἐπιχρωνύω (Α)
καλύπτω την επιφάνεια με χρώμα («οὐκ ἄχρι τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ’ ἐς βάθος... φαρμάκοις... καταβαφεῖσα»)
2. παθ. ἐπιχρώννυμαι
έχω την επιφάνεια μόνο βαμμένη, παρέχω επιπόλαια μόνο την εντύπωση ότι («οἱ δὲ ὄντως μὲν μὴ φιλόσοφοι, δόξαις δ’ ἐπικεχρωσμένοι» — αυτοί όμως πραγματικά δεν είναι φιλόσοφοι αλλά απλώς πασαλειμμένοι με τη φήμη του φιλοσόφου, Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρώννυμι «χρωματίζω»].

Greek Monotonic

ἐπιχρώννῡμι: και -ύω, μέλ. -χρώσω, αλείφω, χρωματίζω επιφάνεια, βάφω, τινί, με κάτι, σε Λουκ.

Middle Liddell

and -ύω fut. -χρώσω
to smear over, colour on the surface, tinge, τινί with a thing, Luc.