ἐξημοιβός: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksimoivos
|Transliteration C=eksimoivos
|Beta Code=e)chmoibo/s
|Beta Code=e)chmoibo/s
|Definition=όν, (ἐξαμείβω) [[serving for change]], <b class="b3">εἵματα δ' ἐξημοιβά</b> [[changes of]] raiment, <span class="bibl">Od.8.249</span>; τεύχεα <span class="bibl">Q.S.7.437</span>; <b class="b3">ἐξημοιβαί· ἕτεπαι</b>, Hsch. ἐξήνεγκα, ἐξήνεγκον, v. [[ἐκφέρω]].
|Definition=ἐξημοιβόν, ([[ἐξαμείβω]]) [[serving for change]], <b class="b3">εἵματα δ' ἐξημοιβά</b> [[changes of]] raiment, Od.8.249; τεύχεα Q.S.7.437; ἐξημοιβαί· ἕτεπαι, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ἐξήνεγκα, ἐξήνεγκον, v. [[ἐκφέρω]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξημοιβός Medium diacritics: ἐξημοιβός Low diacritics: εξημοιβός Capitals: ΕΞΗΜΟΙΒΟΣ
Transliteration A: exēmoibós Transliteration B: exēmoibos Transliteration C: eksimoivos Beta Code: e)chmoibo/s

English (LSJ)

ἐξημοιβόν, (ἐξαμείβω) serving for change, εἵματα δ' ἐξημοιβά changes of raiment, Od.8.249; τεύχεα Q.S.7.437; ἐξημοιβαί· ἕτεπαι, Hsch. ἐξήνεγκα, ἐξήνεγκον, v. ἐκφέρω.

German (Pape)

[Seite 881] umgewechselt, εἵματα, Kleider zum Wechseln, Od. 8, 249 u. sp. D., wie Qu. Sm. 7, 437.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
de rechange.
Étymologie: ἐξαμείβω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξημοιβός: служащий для смены, т. е. свежий (εἵματα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξημοιβός: -όν, (ἐξαμείβω) χρησιμεύων πρὸς ἀλλαγὴν (πρβλ. ἐπημοιβός), εἵματα δ’ ἐξοιμηβά, «ἀλλασσόμενα, ἐξ ἀμοιβῆς φορούμενα» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 249· τεύχεα Κόϊντ. Σμ. 7. 437.

English (Autenrieth)

(ἀμείβω): neut. pl., for change, changes of raiment, Od. 8.249†.

Greek Monolingual

ἐξημοιβός, -όν (Α)
ο χρήσιμος για αλλαγή («εἵματο τ' ἐξημοιβά», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ημοιβός (< αμείβω), με λειτουργία του νόμου «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

ἐξημοιβός: -όν (ἐξαμείβω), αυτός που χρησιμεύει για αλλαγή, εἵματα δ' ἐξημοιβά, αλλαγές ενδυμάτων, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἐξημοιβός, όν ἐξαμείβω
serving for change, εἵματα δ' ἐξημοιβά changes of raiment, Od.