ἀκροπόρος: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akroporos | |Transliteration C=akroporos | ||
|Beta Code=a)kropo/ros | |Beta Code=a)kropo/ros | ||
|Definition= | |Definition=ἀκροπόρον,<br><span class="bld">A</span> [[boring through]], [[piercing with the point]], ὀβελοί Od.3.463.<br><span class="bld">2</span> proparox., [[ἀκρόπορος]], [[ον]], Pass., [[with opening at end]], σῦριγξ [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 2.2.<br><span class="bld">II</span> ([[πορεύομαι]]) [[going on high]], ib.46.136. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκροπόρον,
A boring through, piercing with the point, ὀβελοί Od.3.463.
2 proparox., ἀκρόπορος, ον, Pass., with opening at end, σῦριγξ Nonn. D. 2.2.
II (πορεύομαι) going on high, ib.46.136.
Spanish (DGE)
-ον
de punta que atraviesa ὀβελοί Od.3.463, χαλκός Nonn.D.5.26.
German (Pape)
[Seite 84] mit der Spitze durchbohrend, Hom. einmal, Od. 3, 463 ἀκροπόρους όβελούς; – Nonn. D. 2, 2 σῦριγξ ἀκρόπορος, die oben durchbohrte; ἴχνεα ακρ. 46, 136, hochwandelnde.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui perce avec la pointe, à la pointe aiguë.
Étymologie: ἄκρος, πείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκροπόρος -ον ἄκρος, πείρω die met de punt doorboort.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροπόρος: остроконечный, насквозь пронзающий (ὀβελοί Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροπόρος: -ον, ὁ διὰ μέσου διερχόμενος, διὰ τῆς αἰχμῆς διατρυπῶν, ὀβελοί, Ὀδ. Γ. 463. 2) προπαροξ., ἀκρόπορος, ον, παθ. μὲ πόρον, ἄνοιγμα κατὰ τὸ ἄκρον, σῦριγξ, Νόνν. Δ. 22. ΙΙ. (πορεύομαι) ὁ εἰς ὕψος ἀνερχόμενος, ὑψηλὰ περιπατῶν, αὐτόθι 46, 136.
English (Autenrieth)
(πείρω): with piercing point, acc. pl., Od. 3.463†.
Greek Monolingual
(I)
ἀκροπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που περνά μέσα από κάτι, που διατρυπά με την αιχμή
2. (προπαροξ.) ακρόπορος
αυτός που έχει άνοιγμα στην άκρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -πόρος < πείρω.
(II)
ἀκροπόρος, -ον (Α)
εκείνος που ανεβαίνει ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -πόρος < πορεύομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκροπορία].
Greek Monotonic
ἀκροπόρος: -ον (πείρω), αυτός που τρυπά, διαπερνά με την αιχμή, σε Ομήρ. Οδ.