ποικιλοφόρμιγξ: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poikiloformigks | |Transliteration C=poikiloformigks | ||
|Beta Code=poikilofo/rmigc | |Beta Code=poikilofo/rmigc | ||
|Definition=ιγγος, ὁ, ἡ, [[accompanied by the various notes of the lyre]], ἀοιδά | |Definition=ιγγος, ὁ, ἡ, [[accompanied by the various notes of the lyre]], ἀοιδά Pi.''O.''4.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=ποικιλοφόρμιγξ -ιγγος [[[ποικίλος]], [[φόρμιγξ]]] [[begeleid door gevarieerd citerspel]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ιγγος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που συνοδεύεται από [[φόρμιγγα]] η οποία παράγει ποικίλους φθόγγους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[φόρμιγξ]] ( | |mltxt=-ιγγος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που συνοδεύεται από [[φόρμιγγα]] η οποία παράγει ποικίλους φθόγγους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[φόρμιγξ]] ([[πρβλ]]. [[χρυσοφόρμιγξ]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ιγγος, ὁ, ἡ, accompanied by the various notes of the lyre, ἀοιδά Pi.O.4.3.
German (Pape)
[Seite 650] von mannichfachen Tönen der Phorminx, kunstvoll begleitet, Pind. Ol. 4, 2.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ, ἡ)
accompagné des sons variés de la lyre.
Étymologie: ποικίλος, φόρμιγξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλοφόρμιγξ -ιγγος [ποικίλος, φόρμιγξ] begeleid door gevarieerd citerspel.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλοφόρμιγξ: ιγγος adj. сопровождаемый переливами форминги (ἀοιδά Pind.).
English (Slater)
ποικῐλοφόρμιγξ with varied tones of the lyre ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς (O. 4.2)
Greek Monolingual
-ιγγος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που συνοδεύεται από φόρμιγγα η οποία παράγει ποικίλους φθόγγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φόρμιγξ (πρβλ. χρυσοφόρμιγξ)].
Greek Monotonic
ποικῐλοφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που συνοδεύεται από ποικίλους τόνους της λύρας, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλοφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, συνοδευόμενος διὰ τῶν ποικίλων φθόγγων τῆς φόρμιγγος, ἀοιδὰ Πινδ. Ο. 4. 4.
Middle Liddell
ποικῐλο-φόρμιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ,
accompanied by the various notes of the lyre, Pind.