Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νακόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(a)
 
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=νακόρος
|Medium diacritics=νακόρος
|Low diacritics=νακόρος
|Capitals=ΝΑΚΟΡΟΣ
|Transliteration A=nakóros
|Transliteration B=nakoros
|Transliteration C=nakoros
|Beta Code=nako/ros
|Definition=v. [[νεωκόρος]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0228.png Seite 228]] = νεωκόρος, Inscr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0228.png Seite 228]] = [[νεωκόρος]], Inscr.
}}
{{ls
|lstext='''νακόρος''': ὁ, (= [[νεωκόρος]]), Ἐπιγρ. Δελφῶν, W. et F. 247. - Ἐπιδαύρου L. et F. 147b. - Οὕτω γίνονται ἓξ αἱ γραφαὶ τῆς λέξεως ταύτης· [[νακόρος]], ναοκόρος, [[νεοκόρος]], [[νεωκόρος]], [[νειοκόρος]], [[νηοκόρος]]. Δεκατέσσαρες δὲ [[εἶναι]] αἱ γραφαὶ τοῦ ἀεὶ ἐπιρρήματος, αἵδε· ἀέ, ἀεί, ἀέν, ἀές, αἰέ, [[αἰεί]], [[αἰέν]], [[αἰές]], ἄϊ, αἰή, αἰΐ, αἶϊν, ἄϊν, ἠΐ. Τοιαύτη ἡ Ἑλληνικὴ [[γλῶσσα]]! Κουμανούδ. Συναγ. Λέξ. Ἀθησ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νακόρος]], ὁ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[νεωκόρος]].
}}
{{trml
|trtx====[[neokoros]]===
French: [[néocore]]; Greek: [[νεωκόρος]]; Ancient Greek: [[δακόρος]], [[ζακόρος]], [[ζάκορος]], [[θεοκόρος]], [[νακόρος]], [[ναοκόρος]], [[ναυκόρος]], [[νεακόρος]], [[νειοκόρος]], [[νεοκόρος]], [[νεωκόρος]], [[νηοκόρος]], [[σιοκόλος]], [[σιοκόρος]]; Italian: [[neocoro]]; Latin: [[neocorus]]
}}
}}

Latest revision as of 13:59, 17 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νακόρος Medium diacritics: νακόρος Low diacritics: νακόρος Capitals: ΝΑΚΟΡΟΣ
Transliteration A: nakóros Transliteration B: nakoros Transliteration C: nakoros Beta Code: nako/ros

English (LSJ)

v. νεωκόρος.

German (Pape)

[Seite 228] = νεωκόρος, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

νακόρος: ὁ, (= νεωκόρος), Ἐπιγρ. Δελφῶν, W. et F. 247. - Ἐπιδαύρου L. et F. 147b. - Οὕτω γίνονται ἓξ αἱ γραφαὶ τῆς λέξεως ταύτης· νακόρος, ναοκόρος, νεοκόρος, νεωκόρος, νειοκόρος, νηοκόρος. Δεκατέσσαρες δὲ εἶναι αἱ γραφαὶ τοῦ ἀεὶ ἐπιρρήματος, αἵδε· ἀέ, ἀεί, ἀέν, ἀές, αἰέ, αἰεί, αἰέν, αἰές, ἄϊ, αἰή, αἰΐ, αἶϊν, ἄϊν, ἠΐ. Τοιαύτη ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα! Κουμανούδ. Συναγ. Λέξ. Ἀθησ.

Greek Monolingual

νακόρος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. νεωκόρος.

Translations