μαστήρ: Difference between revisions

From LSJ

μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοίtell not my own dream to me, you are telling me what I know already

Source
m (Text replacement - "Trach" to "Trach")
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mastir
|Transliteration C=mastir
|Beta Code=masth/r
|Beta Code=masth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, ([[μαίομαι]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[seeker]], [[searcher]], τινος <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>456</span>, <span class="bibl"><span class="title">Tr.</span>733</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>986</span> (lyr.): also in late Prose, <span class="bibl">Parth.1.1</span>, <span class="bibl">Alciphr.1.11</span>; μ. ἀναγκαίας ζωῆς <span class="bibl">Porph. <span class="title">Abst.</span>2.5</span>: as fem., <span class="bibl">Carc.5.5</span> ([[si vera lectio|s.v.l.]]); cf. [[μάστειρα]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[μαστῆρες]], οἱ, [[officer]]s [[appoint]]ed to [[ascertain]] and get [[possession]] of the [[asset]]s of [[public]] [[debtor]]s and [[exile]]s at [[Athens]], <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>133</span>; at Amorgos, <span class="title">IG</span> 12(7).62.54.</span>
|Definition=μαστῆρος, ὁ, ([[μαίομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[seeker]], [[searcher]], τινος [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''456, ''Tr.''733, E.''Ba.''986 (lyr.): also in late Prose, Parth.1.1, Alciphr.1.11; μ. ἀναγκαίας ζωῆς Porph. ''Abst.''2.5: as fem., Carc.5.5 ([[si vera lectio|s.v.l.]]); cf. [[μάστειρα]].<br><span class="bld">II</span> [[μαστῆρες]], οἱ, [[officer]]s [[appoint]]ed to [[ascertain]] and get [[possession]] of the [[asset]]s of [[public]] [[debtor]]s and [[exile]]s at [[Athens]], Hyp.''Fr.''133; at Amorgos, ''IG'' 12(7).62.54.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 06:47, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστήρ Medium diacritics: μαστήρ Low diacritics: μαστήρ Capitals: ΜΑΣΤΗΡ
Transliteration A: mastḗr Transliteration B: mastēr Transliteration C: mastir Beta Code: masth/r

English (LSJ)

μαστῆρος, ὁ, (μαίομαι)
A seeker, searcher, τινος S.OC456, Tr.733, E.Ba.986 (lyr.): also in late Prose, Parth.1.1, Alciphr.1.11; μ. ἀναγκαίας ζωῆς Porph. Abst.2.5: as fem., Carc.5.5 (s.v.l.); cf. μάστειρα.
II μαστῆρες, οἱ, officers appointed to ascertain and get possession of the assets of public debtors and exiles at Athens, Hyp.Fr.133; at Amorgos, IG 12(7).62.54.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 qui cherche, qui recherche, gén.;
2 à Athènes magistrat chargé de rechercher et de confisquer les biens des proscrits.
Étymologie: *μάω.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, der Aufspürer, Nachforscher, τινός, Soph. Trach. 730, O.C. 457 Eur. Bacch. 981 und sp.D., wie Lycophr. 1023, Nonn. D. 1.45; Hesych. erkl. ζητῶν, ἐρευνῶν. In Prosa erst bei Späteren, Parthen. 1. In Athen vorzüglich die, welche das Vermögen der Verbannten aufspürten, um es zu confiszieren, vgl. Bergler. zu Alciphr. 1.11.

Russian (Dvoretsky)

μαστήρ: ῆρος ὁ
1 ищущий, ведущий поиски (τινος Soph.);
2 соглядатай (τινος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μαστήρ: ῆρος, ὁ, (ἴδε ἐν λ. *μάω) ὁ μαστεύων, ζητῶν, ἐρευνῶν, ἀναζητῶν, ἐρευνητής, τινος Σοφ. Ο. Κ. 456, Τρ. 733, Εὐρ. Βάκχ. 986, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Ἀλκίφρων 1. 11, κτλ.· - οὕτω θηλ., Ἰοῦς μῆνις μάστειρ’ (κατὰ Hartung μαστίκτειρ’) Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 163. II. ἐν Ἀθήναις μαστῆρες ἦσαν «οἱ τὰ φυγαδευτικὰ χρήματα εἰσπράττοντες, οἱονεὶ ζητηταὶ τῶν φυγαδευτικῶν χρημάτων τῶν ἀειφυγίᾳ φυγαδευθέντων» (Φώτ.), Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ.· ἴδε Böckh P. E. 1. 213· πρβλ. ζητητής, μάστρος.

Greek Monolingual

μαστήρ, -ῆρος, ό, ἡ (Α)
αυτός που ερευνά, που αναζητά κάτι ή κάποιον («καὶ Κρέοντα πεμπόντων ἐμοῦ μαστῆρα», Σοφ.)
2. στον πληθ. oἱ μαστῆρες
(στην Αθήνα) (κατά τον Φώτ.) «οἱ τὰ φυγαδευτικὰ χρήματα εἰσπράττοντες, οἱονεὶ ζητηταὶ τῶν φυγαδευτικῶν χρημάτων τῶν ἀειφυγίᾳ φυγαδευθέντων» — οι υπάλληλοι που εισέπρατταν ή μπορούσαν να ενεργήσουν κατάσχεση τών περιουσιακών στοιχείων εκείνων που χρωστούσαν στο δημόσιο, καθώς και τών εξορίστων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μασ- του μαίομαι «αναζητώ, ερευνώ» + επίθημα -τήρ].

Greek Monotonic

μαστήρ: -ῆρος, ὁ (*μάω), αυτός που ψάχνει, ερευνητής, αυτός που αναζητεί κάτι, τινος, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

[*μάω]
a seeker, searcher, one who looks for, τινος Soph., Eur.