πολύπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyptotos
|Transliteration C=polyptotos
|Beta Code=polu/ptwtos
|Beta Code=polu/ptwtos
|Definition=ον, (πτῶσις) [[with]] or [[in many cases]], [[σχῆμα]], a rhetorical figure, [[employment of the same word in various cases]], <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.12</span>, <span class="bibl">Eust.349.39</span>; σχηματισμός <span class="bibl">Id.105.26</span>; <b class="b3">τὸ π</b>. alone, Quint.<span class="title">Inst.</span>9.3.37, Longin.23.1 (pl.).
|Definition=πολύπτωτον, ([[πτῶσις]]) [[with]] or [[in many cases]], [[σχῆμα]], a rhetorical figure, [[employment of the same word in various cases]], Hermog.''Id.''1.12, Eust.349.39; σχηματισμός Id.105.26; <b class="b3">τὸ π.</b> alone, Quint.''Inst.''9.3.37, Longin.23.1 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπτωτος Medium diacritics: πολύπτωτος Low diacritics: πολύπτωτος Capitals: ΠΟΛΥΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: polýptōtos Transliteration B: polyptōtos Transliteration C: polyptotos Beta Code: polu/ptwtos

English (LSJ)

πολύπτωτον, (πτῶσις) with or in many cases, σχῆμα, a rhetorical figure, employment of the same word in various cases, Hermog.Id.1.12, Eust.349.39; σχηματισμός Id.105.26; τὸ π. alone, Quint.Inst.9.3.37, Longin.23.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 670] mit oder in vielen Fällen, Casus, Gramm.; τὸ πολ., Quinctil. 9, 3, 36, eine rhetorische Figur; vgl. Longin. 23, 1

Russian (Dvoretsky)

πολύπτωτος: грам. многопадежный.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπτωτος: -ον, (πτῶσις) ὁ πολλὰς πτώσεις ἔχων, «πολύπτωτος ἐστὶ σχηματισμὸς τὸ πάντων καὶ πάντεσσι καὶ πᾶσι (κρατεῖν, ἀνάσσειν)» Εὐστ. 105. 26· ― τὸ πολύπτωτον, ῥητορικὸν σχῆμα, πρβλ. Quintil. 9. 3, 36, Λογγῖν. 23. 1, Εὐστ. 349, 40.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύπτωτος, -ον, ΝΜΑ
γραμμ. αυτός που έχει πολλές πτώσεις
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτωτο
(ενν. σχήμα) ρητορικό σχήμα λόγου κατά το οποίο μία λέξη σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πτωτός (< πίπτω), πρβλ. δίπτωτος].