περιπλανής: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periplanis | |Transliteration C=periplanis | ||
|Beta Code=periplanh/s | |Beta Code=periplanh/s | ||
|Definition= | |Definition=περιπλανές, [[wandering about]], Plu.2.1001e. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:42, 25 August 2023
English (LSJ)
περιπλανές, wandering about, Plu.2.1001e.
German (Pape)
[Seite 587] ές, herumirrend, Plut. qu. Plat. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui erre de tous côtés, vagabond.
Étymologie: περιπλανάομαι.
Russian (Dvoretsky)
περιπλᾰνής: блуждающий (вокруг), странствующий Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλᾰνής: -ές, ὁ περιπλανώμενος, Πλούτ. 2. 1001D.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί, ο περιπλανώμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πλανής (< πλανῶμαι) πρβλ. οδοιπλανής].