Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράχορδος: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetrachordos
|Transliteration C=tetrachordos
|Beta Code=tetra/xordos
|Beta Code=tetra/xordos
|Definition=ον, (χορδή) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[four-stringed]], ὄργανον <span class="bibl">Ath.4.183a</span>; λύρα <span class="bibl">Str.13.2.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">-χορδον, τό</b>, [[tetrachord]], i.e. [[scale of four notes]], comprising two tones and a half, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>922b8</span>, <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>47</span>, Plu.2.1021e, etc.: metaph., (''[[sc.]]'' [[παθῶν]]) Aristo Stoic.1.85, cf. <span class="bibl">Jul.<span class="title">Caes.</span>315c</span>.</span>
|Definition=τετράχορδον, ([[χορδή]])<br><span class="bld">A</span> [[four-stringed]], ὄργανον Ath.4.183a; λύρα Str.13.2.4.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[τετράχορδον]], τό, [[tetrachord]], i.e. [[scale of four notes]], comprising two tones and a half, Arist.''Pr.''922b8, ''Fr.''47, Plu.2.1021e, etc.: metaph., (''[[sc.]]'' [[παθῶν]]) Aristo Stoic.1.85, cf. Jul.''Caes.''315c.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰχορδος Medium diacritics: τετράχορδος Low diacritics: τετράχορδος Capitals: ΤΕΤΡΑΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: tetráchordos Transliteration B: tetrachordos Transliteration C: tetrachordos Beta Code: tetra/xordos

English (LSJ)

τετράχορδον, (χορδή)
A four-stringed, ὄργανον Ath.4.183a; λύρα Str.13.2.4.
II Subst. τετράχορδον, τό, tetrachord, i.e. scale of four notes, comprising two tones and a half, Arist.Pr.922b8, Fr.47, Plu.2.1021e, etc.: metaph., (sc. παθῶν) Aristo Stoic.1.85, cf. Jul.Caes.315c.

German (Pape)

[Seite 1100] viersaitig; τὸ τετράχορδον, das Tetrachord, Arist. probl. 19, 33 u. Music., eine Folge von vier Saiten od. Tönen, die drittehalb Töne maßen, die Grundlage aller spätern Tonsysteme.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre cordes ; τὸ τετράχορδον accord de deux tons et demi.
Étymologie: τέτταρες, χορδή.

Greek (Liddell-Scott)

τετράχορδος: -ον, (χορδὴ) ὁ ἔχων τέσσαρας χορδάς, ὄργανον Ἀθήν. 183Α· - τὸ τετράχορδον, κλῖμαξ μουσικὴ περιλαμβάνουσα δύο τόνους καὶ ἡμιτόνιον, τὸ ἀρχαιότατον Ἑλληνικὸν μουσικὸν σύστημα καὶ βάσις πάντων τῶν μετέπειτα, Ἀριστ. Προβλ. 19. 33, Ἀποσπ. 43, Πλούτ. 2. 1021Ε, κλπ., ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράχορδος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις χορδές
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τετράχορδο
α) έγχορδο μουσικό όργανο με τέσσερεις χορδές
β) ανιούσα διαδοχή τεσσάρων φθόγγων
Ι αρχ. το ουδ. ως ουσ. μουσική κλίμακα που περιλαμβάνει δύο τόνους και ημιτόνιο, το αρχαιότατο ελληνικό μουσικό σύστημα και η βάση όλων τών μετέπειτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. ἑξάχορδος].