διαφάνεια: Difference between revisions
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diafaneia | |Transliteration C=diafaneia | ||
|Beta Code=diafa/neia | |Beta Code=diafa/neia | ||
|Definition=[φᾰ], ἡ, [[transparency]], | |Definition=[φᾰ], ἡ, [[transparency]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 110d. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 39: | Line 39: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[transparency]]=== | |trtx====[[transparency]]=== | ||
Arabic: شَفَّافِيَّة; Armenian: թափանցիկություն; Belarusian: празрыстасць; Bulgarian: прозрачност; Catalan: transparència; Chinese Mandarin: 透明度, 透明性; Czech: průhlednost; Danish: gennemsigtighed, transparens; Dutch: [[doorzichtigheid]], [[transparantie]]; Finnish: läpinäkyvyys, avoimuus; French: [[transparence]]; Galician: transparencia; German: [[Durchsichtigkeit]], [[Transparenz]]; Greek: [[διαφάνεια]]; Ancient Greek: [[διαφάνεια]]; Hebrew: שְׁקִיפוּת; Hungarian: átláthatóság; Indonesian: transparansi; Italian: [[trasparenza]]; Japanese: 透明性; Malay: ketelusan, kelutsinaran; Maori: pūataata; Norman: transpathenche; Polish: przezroczystość, przejrzystość; Portuguese: [[transparência]]; Romanian: transparență; Russian: [[прозрачность]], [[транспарентность]]; Spanish: [[transparencia]]; Swedish: transparens, genomskinlighet; Tagalog: aninag; Turkish: şeffaflık; Ukrainian: прозорість | Arabic: شَفَّافِيَّة; Armenian: թափանցիկություն; Belarusian: празрыстасць; Bulgarian: прозрачност; Catalan: transparència; Chinese Mandarin: 透明度, 透明性; Czech: průhlednost; Danish: gennemsigtighed, transparens; Dutch: [[doorzichtigheid]], [[transparantie]]; Finnish: läpinäkyvyys, avoimuus; French: [[transparence]]; Galician: transparencia; German: [[Durchsichtigkeit]], [[Transparenz]]; Greek: [[διαφάνεια]]; Ancient Greek: [[διαυγάζον]], [[γάνος]], [[διαφάνεια]], [[τὸ διαφανές]], [[διαύγεια]], [[διάφασις]], [[τὸ διειδές]], [[δίοψις]]; Hebrew: שְׁקִיפוּת; Hungarian: átláthatóság; Indonesian: transparansi; Italian: [[trasparenza]]; Japanese: 透明性; Malay: ketelusan, kelutsinaran; Maori: pūataata; Norman: transpathenche; Polish: przezroczystość, przejrzystość; Portuguese: [[transparência]]; Romanian: transparență; Russian: [[прозрачность]], [[транспарентность]]; Spanish: [[transparencia]]; Swedish: transparens, genomskinlighet; Tagalog: aninag; Turkish: şeffaflık; Ukrainian: прозорість | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
[φᾰ], ἡ, transparency, Pl.Phd. 110d.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
transparencia τὰ ὄρη ... καὶ τοὺς λίθους ἔχειν ... τήν τε λειότητα καὶ τὴν διαφάνειαν καὶ τὰ χρώματα καλλίω Pl.Phd.110d, τὸν δ' ἄλλον οὐρανὸν ... μὴ ὁρᾶσθαι ... διαφανείᾳ οὐκ ἀντιτύπῳ que el resto del cielo no se ve a causa de una transparencia que no presenta resistencia Plot.2.1.7, cf. Alex.Aphr.de An.45.10, in Sens.49.5, τοῦ ὑέλου Gp.5.7.2, ἡ δ. τοῦ ... χιτῶνος Paul.Aeg.6.21.2, ἡ τοῦ αἰσθητηρίου δ. Alex.Aphr.in Mete.148.16, ἡ δ. τοῦ ἀέρος Mich.in PA 40.17, Sophon.in de An.27.1, cf. Anon.Hier.Luc.1.40.
German (Pape)
[Seite 609] ἡ, Durchscheinen, Durchsichtigkeit, von Steinen, Plat. Phaed. 110 d.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
transparence.
Étymologie: διαφανής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαφάνεια -ας, ἡ [διαφαίνω] doorzichtigheid.
Russian (Dvoretsky)
διαφάνεια: (φᾰ) ἡ яркость, блеск или прозрачность (τελειότης καὶ δ. Plat.).
Greek Monolingual
η (ΑΝ)
η ιδιότητα του διαφανούς
νεοελλ.
η ιδιότητα κάποιων σωμάτων να επιτρέπουν τη δίοδο του φωτός, ώστε να φαίνονται τα αντικείμενα που υπάρχουν πίσω από αυτά
2. μτφ. διαφάνεια λόγων, πράξεων
λόγοι ή πράξεις που δεν έχουν μυστικό χαρακτήρα, αλλά λέγονται ή πράττονται φανερά, υπό το φως της δημοσιότητας
3. φυσ. στην Οπτική το πηλίκο ζ / ζο, όπου ζο είναι η ένταση της φωτεινής δέσμης και ζ η ένταση της φωτεινής δέσμης αφού πέρασε από τη διαφανή επιφάνεια
4. (οικον.) η καθαρότητα της αγοράς του ελεύθερου ανταγωνισμού, όπου κάθε πράξη είναι εμφανής και γίνεται άμεσα αντιληπτή στον καθένα.
Greek Monotonic
διαφάνεια: ἡ, = διάφασις, διαύγεια, καθαρότητα, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
διαφάνεια: ἡ, = διάφασις, ἡ ἰδιότης τοῦ διαφανοῦς, Πλάτ. Φαίδωνι 110D.
Middle Liddell
n = διάφασις [from διαφᾰνής]
transparency, Plat.
Translations
transparency
Arabic: شَفَّافِيَّة; Armenian: թափանցիկություն; Belarusian: празрыстасць; Bulgarian: прозрачност; Catalan: transparència; Chinese Mandarin: 透明度, 透明性; Czech: průhlednost; Danish: gennemsigtighed, transparens; Dutch: doorzichtigheid, transparantie; Finnish: läpinäkyvyys, avoimuus; French: transparence; Galician: transparencia; German: Durchsichtigkeit, Transparenz; Greek: διαφάνεια; Ancient Greek: διαυγάζον, γάνος, διαφάνεια, τὸ διαφανές, διαύγεια, διάφασις, τὸ διειδές, δίοψις; Hebrew: שְׁקִיפוּת; Hungarian: átláthatóság; Indonesian: transparansi; Italian: trasparenza; Japanese: 透明性; Malay: ketelusan, kelutsinaran; Maori: pūataata; Norman: transpathenche; Polish: przezroczystość, przejrzystość; Portuguese: transparência; Romanian: transparență; Russian: прозрачность, транспарентность; Spanish: transparencia; Swedish: transparens, genomskinlighet; Tagalog: aninag; Turkish: şeffaflık; Ukrainian: прозорість