δορύξενος: Difference between revisions
Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=doryksenos | |Transliteration C=doryksenos | ||
|Beta Code=doru/cenos | |Beta Code=doru/cenos | ||
|Definition=ὁ, ἡ, [[spear-friend]], i. e. [[war-friend]], [[ally]] (wrongly expld. as ἐκ δορυαλώτου δορύξενος προσαγορευόμενος by Plu.2.295b), A.Ag.880; ξένος τε καὶ δ. δόμων Id.Ch.562, cf. S.El.46, etc.: as adjective, δόμοι δορύξενοι A.Ch.914; ἑστία S.OC632. | |Definition=ὁ, ἡ, [[spear-friend]], i.e. [[war-friend]], [[ally]] (wrongly expld. as ἐκ δορυαλώτου δορύξενος προσαγορευόμενος by Plu.2.295b), A.Ag.880; ξένος τε καὶ δ. δόμων Id.Ch.562, cf. S.El.46, etc.: as adjective, δόμοι δορύξενοι A.Ch.914; ἑστία S.OC632. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, spear-friend, i.e. war-friend, ally (wrongly expld. as ἐκ δορυαλώτου δορύξενος προσαγορευόμενος by Plu.2.295b), A.Ag.880; ξένος τε καὶ δ. δόμων Id.Ch.562, cf. S.El.46, etc.: as adjective, δόμοι δορύξενοι A.Ch.914; ἑστία S.OC632.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ, ἡ
aliado aplicado gener. a un príncipe o jefe εὐμενὴς δ. aliado fiel A.A.880, ξένος δὲ καὶ δ. δόμων huésped de la casa y aliado A.Ch.562, μέγιστος ... δορυξένων S.El.46, φίλτατος δορυξένων E.Med.687, cf. Andr.999
•usado tb. como adj. δόμοι δορύξενοι A.Ch.914, ἑστία S.OC 632
•huésped de lanza e.d. prisionero c. explicación errónea en Plu.2.295b.
German (Pape)
[Seite 660] Speerfreund, nach Plut. qu. gr. 17 der aus einem Feind im Kriege ein Freund geworden; Freund im Kriege, zu Schutz und Trutz Verbündeter; Aesch. Ag. 854; Soph. El. 555; Eur. Med. 687; – adj., δόμοι Aesch. Ch. 901; ἑστία Soph. O. C. 638.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 prisonnier de guerre qu'on traite en hôte et en ami ; hôte uni par la lance ; allié, hôte;
2 qui traite en hôte un prisonnier de guerre ; hospitalier.
Étymologie: δόρυ, ξένος.
Russian (Dvoretsky)
δορύξενος: II ὁ боевой товарищ, союзник (ὁ μέγιστος δορυξένων Soph.; ἐκ δορυαλώτου δ. προσαγορευόμενος Plut.).
состоящий в боевом союзе, дружественный, союзный (δόμοι Aesch.; ἑστία Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
δορύξενος: ὁ, ἡ, ὁ γενόμενος αἰχμάλωτός τινος καὶ ἀκολούθως φίλος αὐτοῦ (ἐκ δοριαλώτου δ. προσαγορευόμενος Πλούτ. 2. 295Β), ἀκολούθως καθόλου, πιστός, σταθερός φίλος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 880, Χο. 562, Σοφ. Ἠλ. 46, κτλ.· καὶ ὡς ἐπίθ. δόμοι δορύξενοι Αἰσχύλ. Χο. 914· ἑστία Σοφ. Ο. Κ. 632.
Greek Monolingual
δορύξενος, ο, η (Α)
1. αυτός που αιχμαλωτίστηκε και ύστερα έγινε φίλος του εχθρού του
2. σύντροφος στη μάχη, πιστός φίλος.
Greek Monotonic
δορύξενος: ὁ, ἡ, φίλος από δόρυ, δηλ. κυρίως, κάποιος, ο οποίος αφού αιχμαλωτίσθηκε από το δόρυ κάποιου, έγινε στη συνέχεια φίλος του· έπειτα γενικά, σταθερός, πιστός, αφοσιωμένος φίλος, σε Αισχύλ., Σοφ.· ως επίθ., δόμοι δορύξενοι, σε Αισχύλ.· ἑστία, σε Σοφ.
Middle Liddell
δορύ-ξενος, ὁ, ἡ, n
a spear-friend, i.e., properly, one who having been captive to one's spear becomes one's friend; then generally, a firm friend, Aesch., Soph.: as adj., δόμοι δορύξενοι Aesch.; ἑστία Soph.