σιδηροχάρμης: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (1 revision imported)
 
(2 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sidirocharmis
|Transliteration C=sidirocharmis
|Beta Code=sidhroxa/rmhs
|Beta Code=sidhroxa/rmhs
|Definition=ου, ὁ, [[fighting]] (or perhaps [[exulting]]) [[in iron]], [[epithet]] of mailed war-horses, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.2</span>; cf. [[χαλκοχάρμης]].
|Definition=σιδηροχάρμου, ὁ, [[fighting]] (or perhaps [[exult]]ing) in [[iron]], [[epithet]] of mailed war-horses, Pi.''P.''2.2; cf. [[χαλκοχάρμης]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σιδηροχάρμης -ου &#91;[[σίδηρος]], [[χάρμα]]] Dor. gen. plur. σιδαροχαρμᾶν, strijdend in ijzer. Pind.
|elnltext=σιδηροχάρμης -ου &#91;[[σίδηρος]], [[χάρμα]]] Dor. gen. plur. σιδαροχαρμᾶν, strijdend in ijzer. Pind.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σῐδηροχάρμης:''' дор. σῐδᾱροχάρμᾱς, ᾱ adj. m сражающийся в железной броне (''[[sc.]]'' [[ἵππος]] Pind.).
|elrutext='''σῐδηροχάρμης:''' дор. σῐδᾱροχάρμᾱς, ᾱ adj. m [[сражающийся в железной броне]] (''[[sc.]]'' [[ἵππος]] Pind.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 16:46, 3 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροχάρμης Medium diacritics: σιδηροχάρμης Low diacritics: σιδηροχάρμης Capitals: ΣΙΔΗΡΟΧΑΡΜΗΣ
Transliteration A: sidērochármēs Transliteration B: sidērocharmēs Transliteration C: sidirocharmis Beta Code: sidhroxa/rmhs

English (LSJ)

σιδηροχάρμου, ὁ, fighting (or perhaps exulting) in iron, epithet of mailed war-horses, Pi.P.2.2; cf. χαλκοχάρμης.

German (Pape)

[Seite 880] ὁ, in Eisen kämpfend, Beiw. der gepanzerten Kampfrosse, Pind. P. 2, 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηροχάρμης -ου [σίδηρος, χάρμα] Dor. gen. plur. σιδαροχαρμᾶν, strijdend in ijzer. Pind.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροχάρμης: дор. σῐδᾱροχάρμᾱς, ᾱ adj. m сражающийся в железной броне (sc. ἵππος Pind.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
(για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα
2. πιθ. αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα
3. (κατ' επέκτ.) μαχητικός, φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. χαλκοχάρμης].

Greek Monotonic

σῐδηροχάρμης: -ου, ὁ, αυτός που μάχεται με (ή πιθ. βρίσκει υπερβολική ευχαρίστηση στα) σιδερένια όπλα, επίθ. για πολεμικά σιδερόφρακτα άλογα, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροχάρμης: -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος (ἢ ἴσως ὁ γαυριῶν) ἐν τῷ σιδήρῳ, ἐπὶ τεθωρακισμένων ἵππων, φιλοπόλεμος, Πινδ. Π. 2. 4· πρβλ. χαλκοχάρμης.

Middle Liddell

σῐδηρο-χάρμης, ου, ὁ,
fighting (or perhaps exulting) in iron, epithet of war-horses, Pind.