Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκυτοδέψης: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skytodepsis
|Transliteration C=skytodepsis
|Beta Code=skutode/yhs
|Beta Code=skutode/yhs
|Definition=ου, ὁ, [[leatherdresser]], [[currier]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>16.6</span>, <span class="bibl"><span class="title">HP</span>3.18.5</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Num.</span>17</span> (gen. pl.), <span class="bibl">Luc.<span class="title">Vit.Auct.</span>11</span>; cf. [[σκυλοδέψης]].
|Definition=σκυτοδέψου, ὁ, [[leatherdresser]], [[currier]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''16.6, ''HP''3.18.5, Plu.''Num.''17 (gen. pl.), Luc.''Vit.Auct.''11; cf. [[σκυλοδέψης]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σκυτοδέψης -ου, ὁ &#91;[[σκῦτος]], [[δέψω]]] [[leerlooier]].
|elnltext=σκυτοδέψης -ου, ὁ &#91;[[σκῦτος]], [[δέψω]]] [[leerlooier]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοδέψης Medium diacritics: σκυτοδέψης Low diacritics: σκυτοδέψης Capitals: ΣΚΥΤΟΔΕΨΗΣ
Transliteration A: skytodépsēs Transliteration B: skytodepsēs Transliteration C: skytodepsis Beta Code: skutode/yhs

English (LSJ)

σκυτοδέψου, ὁ, leatherdresser, currier, Thphr. Char.16.6, HP3.18.5, Plu.Num.17 (gen. pl.), Luc.Vit.Auct.11; cf. σκυλοδέψης.

German (Pape)

[Seite 908] ὁ, Ledergerber, Theophr., Hesych.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. σκυτοδεψός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοδέψης -ου, ὁ [σκῦτος, δέψω] leerlooier.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτοδέψης: ου ὁ дубильщик, кожевник Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοδέψης: -ον, ὁ, ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, βυρσοδέψης, Θεοφρ. Χαρακτ. 17, Πλουτ. Νουμ. 17· πρβλ. σκυλοδέψης.

Greek Monolingual

και σκυτόδεψος, ὁ, Α
1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης
2. αυτός που ράβει δέρματα εφαρμόζοντας το ένα πάνω στο άλλο, μπαλωματής («ἐὰν ἀποκρίνηται αὐτῷ ἐκδοῦν αι τῷ σκυτοδέψῃ ἐπιρράψαι», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + -δέψης / -δέψος (< δέφω / δέψω), πρβλ. βυρσοδέψης].

Greek Monotonic

σκῡτοδέψης: -ου, ὁ (δέφω, μέλ. δέψω), αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης, σε Θεόφρ.· ομοίως, σκῡτόδεψος, , σε Πλάτ., Λουκ.

Middle Liddell

σκῡτο-δέψης, ου, ὁ, δέφω, fut. δέψω
a leather-dresser, currier, Theophr.: so, σκῡτόδεψος, ὁ, Plat., Luc.