χιόνεος: Difference between revisions
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chioneos | |Transliteration C=chioneos | ||
|Beta Code=xio/neos | |Beta Code=xio/neos | ||
|Definition=α, ον, (χιών) < | |Definition=α, ον, ([[χιών]])<br><span class="bld">A</span> [[snowy]], [[snow-white]], χιτῶνες Asius 13.3; σάρξ Bion 1.10; στήθεα ''Scol.Anon.''26 (Diehl [[Anthologia Lyrica]] (ed. 1) ii 188).<br><span class="bld">2</span> of or from [[snow]], ὕδατα ''Lyr.Alex.Adesp.''37.12; νιφάδες ''AP''9.244 (Apollonid.); [[κρύσταλλος]] ib.753 (Claudian.). [ῐ by nature, but ῑ metri gr. in hexam.] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, (χιών)
A snowy, snow-white, χιτῶνες Asius 13.3; σάρξ Bion 1.10; στήθεα Scol.Anon.26 (Diehl Anthologia Lyrica (ed. 1) ii 188).
2 of or from snow, ὕδατα Lyr.Alex.Adesp.37.12; νιφάδες AP9.244 (Apollonid.); κρύσταλλος ib.753 (Claudian.). [ῐ by nature, but ῑ metri gr. in hexam.]
German (Pape)
[Seite 1356] von Schnee, schneeig; νιφάδες Apollnds. 15 (IX, 244); σάρξ Rufin. 2 (V, 35); ποταμός Caluth. 230; auch von Kleidern, »schneeweiß«, Asius bei Ath. 525.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 de neige;
2 d'une blancheur de neige.
Étymologie: χιών.
Russian (Dvoretsky)
χῐόνεος: χιών (ῑ in arsi)
1 снежный (νιφάδες Anth.);
2 покрытый снегом (κρύσταλλος Anth.);
3 белоснежный (σάρξ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
χιόνεος: -α, -ον, (χιών) ὅμοιος πρὸς χιόνα, λευκὸς ὡς ἡ χιών, χιτὼν Ἄσιος ἐν Ἀποσπ. 2· σὰρξ Βίων 1. 10· νιφάδες Ἀνθ. Π. 9. 244· κρύσταλλος αὐτόθι 753. [ῑ ἐν ἑξαμέτρῳ].
Greek Monolingual
-έα, -ον, ΜΑ, και ιων. τ. θηλ. χιονέη Α
όμοιος με χιόνι, χιονάτος, χιονώδης («χιονέα πρόσωπα», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
αυτός που αποτελείται από χιόνι («χιόνεαι νιφάδες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. -εος (πρβλ. χρύσεος)].
Greek Monotonic
χῐόνεος: -α, -ον (χιών), χιονισμένος, λευκός σαν το χιόνι, σε Βίωνα, Ανθ. (ῑ σε εξάμετρο στίχο).
Middle Liddell
χιόνεος, η, ον χιών
snowy, snow-white, Bion., Anth. [ῑ in hexam. verse.]