ἀδολεσχέω: Difference between revisions
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[ἀδολεσχῶ]] :<br />[[bavarder]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀδολέσχης]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[ἀδολέσχης]]<br />to [[talk]] [[idly]], [[prate]], Plat., Xen. | |mdlsjtxt=[from [[ἀδολέσχης]]<br />to [[talk]] [[idly]], [[prate]], Plat., Xen. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[prattle]]=== | |||
Arabic: بَقَّ; Asturian: esbabayar; Bulgarian: бърборя; Czech: plkat; Danish: plapre, pludre; Dutch: [[ratelen]]; English: [[babble]], [[bat the breeze]], [[blab]], [[blabber]], [[blather]], [[chatter]], [[chew the fat]], [[chew the rag]], [[chinwag]], [[chit-chat]], [[chunner]], [[clack]], [[claver]], [[clepe]], [[drivel]], [[gabble]], [[gibber]], [[go on]], [[jabber]], [[maunder]], [[natter]], [[palaver]], [[piffle]], [[prate]], [[prattle]], [[rabbit]], [[rabbit on]], [[ramble]], [[shoot the breeze]], [[shoot the bull]], [[shoot the shit]], [[smatter]], [[tattle]], [[twaddle]], [[waffle]], [[wibble]], [[witter]], [[yabber]], [[yack]], [[yap]], [[yatter]]; Finnish: pälättää; French: [[bavarder]]; Galician: laretar, esbardallar, barballar, barallar; Georgian: ტიტინი, ტიკტიკი, ყბედობა, ლაქლაქი; German: [[schwatzen]]; Greek: [[δε βάζω γλώσσα μέσα]], [[δε βάζω γλώσσα μέσα μου]], [[δεν βάζω γλώσσα μέσα]], [[δεν βάζω γλώσσα μέσα μου]], [[δεν βάζω γλώσσα στο στόμα μου]], [[δεν κλείνω καθόλου το στόμα μου]], [[δεν παύει το στόμα μου]], [[δεν το βουλώνω]], [[είμαι γλωσσοκοπάνα]], [[ζαλίζω]], [[ζαλίζω από την πολύ πάρλα]], [[ζαλίζω τον έρωτα]], [[η γλώσσα μου πάει πολυβόλο]], [[η γλώσσα μου πάει ροδάνι]], [[η γλώσσα μου πάει ψαλίδι]], [[μακρηγορώ]], [[μακρολογώ]], [[μιλάω ακατάπαυστα]], [[μιλάω βαρετά]], [[μιλώ ακατάπαυστα]], [[πάει το στόμα μου ροδάνι]], [[παίρνω μονότερμα]], [[παίρνω τ' αυτιά]], [[παίρνω τ' αφτιά]], [[παίρνω τα αυτιά]], [[παίρνω τα αφτιά]], [[πεθαίνω στην πάρλα]], [[πεθαίνω στο μπλα μπλα]], [[πιάνω μονότερμα]], [[πιπιλίζω το μυαλό]], [[πολυλογώ]], [[πρήζω]], [[τρελαίνω στην πάρλα]], [[τρώω τ' αυτιά]], [[τρώω τ' αφτιά]], [[τρώω τα αυτιά]], [[τρώω τα αφτιά]], [[τρώω το κεφάλι]], [[φλυαρώ]], [[φλυαρώ ακατάπαυστα]], [[φλυαρώ ακατάσχετα]]; Ancient Greek: [[ἀδολεσχεῖν]], [[ἀδολεσχέω]], [[θρυλεῖν]], [[θρυλέω]], [[λαλεῖν]], [[λαλέω]], [[μακρηγορέω]], [[μακρολογέω]], [[μακύνω]], [[μηκυνέω]], [[μηκύνω λόγον]], [[μηκύνω λόγους]], [[πολυστομεῖν]], [[πολυστομέω]], [[στωμύλλεσθαι]], [[στωμύλλω]], [[φληναφᾶν]], [[φληναφάω]], [[φλυαρεῖν]], [[φλυαρέω]], [[φλύειν]], [[φλύω]]; Hungarian: csacsog; Latin: [[garrio]]; Lithuanian: vapalioti; Macedonian: ломоти; Maori: pahupahu, hautete, hote, tarawhete; Polish: paplać, bajtlować, zbajtlować; Russian: [[лепетать]], [[болтать]], [[трепаться]]; Sanskrit: लपति; Spanish: [[parlotear]], [[hablar por los codos]], [[hablar como un perico]], [[hablar como una cotorra]], [[hablar como un loro]], [[hablar hasta por los codos]]; Telugu: ప్రేలు; Vietnamese: bập bẹ, bi bô | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 8 November 2024
English (LSJ)
[ᾱ],
A talk idly, prate, Eup.353, Pl.Phd. 70c, X.Oec. 11.3, etc.; ἱκανῶς ἡμῖν ἠδολεσχήσθω ἐπὶ τοῦ πάροντος Epicur.Nat. 28.13.
II generally, talk, LXX Ps.68(69).12.
III meditate, ib. Ge.24.63, Ps.118(119).15, al.
Spanish (DGE)
1 hablar por pasar el rato, charlar peyor. de los filósofos o sofistas, Eup.388, Alex.185, Pl.Phd.70c, Erx.392d, Amat.132b, X.Oec.11.3, D.6.32, 50.2, Arist.SE 165b15, Epicur.Nat.28.13.13.1, 9
•murmurar κατ' ἐμοῦ LXX Ps.68.13.
2 meditar consigo mismo, recapacitar abs., LXX Ps.76.7, ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου LXX Ps.118.15, ἐξῆλθεν Ισαακ ἀδολεσχῆσαι εἰς τὸ πεδίον LXX Ge.24.63.
3 entretenerse, ocuparse, aplicarse ἄρχεται ὁ νοῦς ... ἀδολεσχεῖν εἰς τὸν πλησίον Dor.Ab.Doct.69, cf. 126.
German (Pape)
[Seite 36] schwatzen, ungehöriges Zeug reden, Plat. Phaed. 70 c; την ἄλλως ἀδ. Dem. 6, 32; neben φλυαρῶ Luc. Ver. hist. 2, 27. Von
French (Bailly abrégé)
ἀδολεσχῶ :
bavarder.
Étymologie: ἀδολέσχης.
Russian (Dvoretsky)
ἀδολεσχέω: (ᾱ) болтать, пустословить Xen., Plat., Dem., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδολεσχέω: [ᾱ] μέλλ. -ήσω, = ἀργολογῶ, ληρῶ, φλυαρῶ, Εὔπολ. Ἄδηλ. 11, Πλάτ. Φαίδων 70C, Ξεν. Οἰκ. 11, 3, κτλ. ― Ρηματ. ἐπίθ. -ητέον, Κλήμ. Ἀλ. 203.
Greek Monotonic
ἀδολεσχέω: [ᾱ], μέλ. -ήσω, ματαιολογώ, φλυαρώ, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
[from ἀδολέσχης
to talk idly, prate, Plat., Xen.
Translations
prattle
Arabic: بَقَّ; Asturian: esbabayar; Bulgarian: бърборя; Czech: plkat; Danish: plapre, pludre; Dutch: ratelen; English: babble, bat the breeze, blab, blabber, blather, chatter, chew the fat, chew the rag, chinwag, chit-chat, chunner, clack, claver, clepe, drivel, gabble, gibber, go on, jabber, maunder, natter, palaver, piffle, prate, prattle, rabbit, rabbit on, ramble, shoot the breeze, shoot the bull, shoot the shit, smatter, tattle, twaddle, waffle, wibble, witter, yabber, yack, yap, yatter; Finnish: pälättää; French: bavarder; Galician: laretar, esbardallar, barballar, barallar; Georgian: ტიტინი, ტიკტიკი, ყბედობა, ლაქლაქი; German: schwatzen; Greek: δε βάζω γλώσσα μέσα, δε βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα μέσα, δεν βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα στο στόμα μου, δεν κλείνω καθόλου το στόμα μου, δεν παύει το στόμα μου, δεν το βουλώνω, είμαι γλωσσοκοπάνα, ζαλίζω, ζαλίζω από την πολύ πάρλα, ζαλίζω τον έρωτα, η γλώσσα μου πάει πολυβόλο, η γλώσσα μου πάει ροδάνι, η γλώσσα μου πάει ψαλίδι, μακρηγορώ, μακρολογώ, μιλάω ακατάπαυστα, μιλάω βαρετά, μιλώ ακατάπαυστα, πάει το στόμα μου ροδάνι, παίρνω μονότερμα, παίρνω τ' αυτιά, παίρνω τ' αφτιά, παίρνω τα αυτιά, παίρνω τα αφτιά, πεθαίνω στην πάρλα, πεθαίνω στο μπλα μπλα, πιάνω μονότερμα, πιπιλίζω το μυαλό, πολυλογώ, πρήζω, τρελαίνω στην πάρλα, τρώω τ' αυτιά, τρώω τ' αφτιά, τρώω τα αυτιά, τρώω τα αφτιά, τρώω το κεφάλι, φλυαρώ, φλυαρώ ακατάπαυστα, φλυαρώ ακατάσχετα; Ancient Greek: ἀδολεσχεῖν, ἀδολεσχέω, θρυλεῖν, θρυλέω, λαλεῖν, λαλέω, μακρηγορέω, μακρολογέω, μακύνω, μηκυνέω, μηκύνω λόγον, μηκύνω λόγους, πολυστομεῖν, πολυστομέω, στωμύλλεσθαι, στωμύλλω, φληναφᾶν, φληναφάω, φλυαρεῖν, φλυαρέω, φλύειν, φλύω; Hungarian: csacsog; Latin: garrio; Lithuanian: vapalioti; Macedonian: ломоти; Maori: pahupahu, hautete, hote, tarawhete; Polish: paplać, bajtlować, zbajtlować; Russian: лепетать, болтать, трепаться; Sanskrit: लपति; Spanish: parlotear, hablar por los codos, hablar como un perico, hablar como una cotorra, hablar como un loro, hablar hasta por los codos; Telugu: ప్రేలు; Vietnamese: bập bẹ, bi bô