σύσκηνος: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
m (LSJ1 replacement) |
(CSV import) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[companion in arms]], [[fellow-soldier]] | |woodrun=[[companion in arms]], [[fellow-soldier]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[contubernalis]]'', [[tent-mate]], [[comrade]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.75.4/ 7.75.4]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:34, 16 November 2024
English (LSJ)
ὁ, one who lives in the same tent, messmate, comrade, Th.7.75, Lys. 13.79, X.An.5.8.6, Plu.2.27f, BGU984.24 (iv A.D.), etc.; ς. φίλοι BMus.Inscr.1077 (Sudan); Dor., οἱ σύνσκανοι IG12(2).640 (Tenedos), cf. 92(1).117 (Aetolia, iii B.C.); fellow-actor, ib.14.2342 (Aquileia), dub. in Supp.Epigr.2.60 (Laconia, ii/i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1042] in einem Zelte, Hause zusammen wohnend od. lebend, Thuc. 7, 75; bes. zusammen essend, Xen. Cyr. 2, 2, 29 u. Sp., wie Luc. Asin. 46.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compagnon de tente, camarade ; particul. qui mange ensemble.
Étymologie: σύν, σκηνή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύσκηνος -ου, ὁ Att. ook ξύσκηνος (σύν, σκηνή) tentgenoot.
Russian (Dvoretsky)
σύσκηνος: ὁ досл. сосед по палатке, перен. сотрапезник или сотоварищ Thuc., Lys., Xen., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
σύσκηνος: ὁ, ὁ κατοικῶν μετά τινος ἐν τῇ αὐτῇ σκηνῇ, ὁμοτράπεζος, σύντροφος, Λατιν. contubernalis, Θουκ. 7. 75, Λυσί. 137. 18, Ξεν. Ἀν. 5. 8. 6, κτλ.· Δωρ., οἱ σύσκανοι Διοσκούροις Συλλ. Ἐπιγρ. 2165.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΑ, και δωρ. τ. σύνσκανος Α
αυτός που διαμένει στην ίδια σκηνή με άλλον ή με άλλους
αρχ.
1. ομοτράπεζος, σύντροφος
2. συνάδελφος σε θέατρο, σε θίασο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σκηνος (< σκηνή), πρβλ. επίσκηνος].
Greek Monotonic
σύσκηνος: ὁ (σκηνή), αυτός που διαμένει στην ίδια σκηνή με άλλους, συνδαιτυμόνας, σύνοικος, ομοτράπεζος, Λατ. contubernalis, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
σύ-σκηνος, ὁ, σκηνή
one who lives in the same tent, a messmate, Lat. contubernalis, Thuc., Xen.
English (Woodhouse)
companion in arms, fellow-soldier