ἀρχίδιον: Difference between revisions
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=archidion | |Transliteration C=archidion | ||
|Beta Code=a)rxi/dion | |Beta Code=a)rxi/dion | ||
|Definition=τό, ''Dim. of''<br><span class="bld">A</span> ἀρχή 11.3, [[petty office]], Ar.''Av.''1111; [[ὑπηρετεῖν τοῖς ἀρχιδίοις]] = [[serve the petty magistrates]], [[serve the petty officers]], D.18.261.<br><span class="bld">II</span> ''Dim. of'' [[ἀρχή]] 1, [[ἐξ ἀρχιδίου]] = [[from its small beginning]] (?) dub. in Philol.21 ([[ἐξ ἀρχᾶς ἀιδίω]] Rose). | |Definition=τό, ''Dim. of''<br><span class="bld">A</span> ἀρχή 11.3, [[petty office]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1111; [[ὑπηρετεῖν τοῖς ἀρχιδίοις]] = [[serve the petty magistrates]], [[serve the petty officers]], D.18.261.<br><span class="bld">II</span> ''Dim. of'' [[ἀρχή]] 1, [[ἐξ ἀρχιδίου]] = [[from its small beginning]] (?) dub. in Philol.21 ([[ἐξ ἀρχᾶς ἀιδίω]] Rose). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 07:05, 21 September 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of
A ἀρχή 11.3, petty office, Ar.Av.1111; ὑπηρετεῖν τοῖς ἀρχιδίοις = serve the petty magistrates, serve the petty officers, D.18.261.
II Dim. of ἀρχή 1, ἐξ ἀρχιδίου = from its small beginning (?) dub. in Philol.21 (ἐξ ἀρχᾶς ἀιδίω Rose).
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 principio ἐξ ἀρχιδίου Philol.B 21.
2 irón. carguito κἂν λαχόντες ἀ. εἶθ' ἁρπάσαι βούλησθέ τι Ar.Au.1111, personif. ὑπηρετεῖν τοῖς ἀρχιδίοις D.18.261.
German (Pape)
[Seite 366] τό, dim. von ἀρχή, Aemtchen. Ar. Av. 1111; niederer Beamter, Dem. 18, 261.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
charge subalterne.
Étymologie: dim. de ἀρχή.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχίδιον: τό
1 незначительная должность Arph.;
2 мелкий чиновник Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀρχὴ (ΙΙ. 3), μικρόν, ἀνάξιον λόγου ὑπούργημα. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1107· ὑπογραμματεύων καὶ ὑπηρετῶν ἀρχιδίοις Δημ. 314. 7. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ ἀρχὴ Ι, Φιλόλ. Στοβ. Ἐκλογ. 1. 420, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5235. - ἐξ ἀρχιδίων = ἀπ’ ἀρχῆς, ἀνέκαθεν, Ἐπιγραφ. Δήλου (μέσα τοῦ Β΄ αἰῶνος π.Χ.) BCH. III. 292, στ. 3.
Greek Monolingual
ἀρχίδιον, το (Α) αρχή
μικρό, ανάξιο λόγου δημόσιο λειτούργημα.
Greek Monotonic
ἀρχίδιον: τό, υποκορ. του ἀρχή (II 3), μικρή αρχή, εξουσία, αξίωμα, κατώτερος αξιωματικός (στον βαθμό), σε Αριστοφ., Δημ.