παλέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)  

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paleo
|Transliteration C=paleo
|Beta Code=pale/w
|Beta Code=pale/w
|Definition=to [[be disabled]], εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στρατός Hdt.8.21: elsewhere only in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], <b class="b3">παλήσειε· διαφθαρείη. ἐπάλησεν· ἐφθάρη. πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν. πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι</b>: also in shortened forms, πεπαλμένος· βεβλαμμένος, Id., Phot.; <b class="b3">πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῖα</b> Id.
|Definition=to [[be disabled]], εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στρατός [[Herodotus|Hdt.]]8.21: elsewhere only in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], <b class="b3">παλήσειε· διαφθαρείη. ἐπάλησεν· ἐφθάρη. πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν. πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι</b>: also in shortened forms, πεπαλμένος· βεβλαμμένος, Id., Phot.; <b class="b3">πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῖα</b> Id.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[παλαίω]].
|btext=[[παλῶ]] :<br /><i>c.</i> [[παλαίω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλέω]] (Α)<br /><b>1.</b> φθείρομαι, καταστρέφομαι<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παλήσειε<br />διαφθαρείη<br />ἐπάλησεν<br />ἐφθάρη. πεπαληκέναι<br />ἐκπεσεῖν. πεπαλημέναι<br />βεβλαμμέναι»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>) α) «πεπαλμένος<br />βεβλαμμένος» <br />β) «πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῑα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[παλέω]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί κατ' [[απόσπαση]] από το συνθ. ρ. <i>ἐκ</i>-[[παλέω]] «εξαρθρώνομαι», παρ. του επιθ. <i>ἐκ</i>-<i>παλής</i> «εξαρθρωμένος» <span style="color: red;"><</span> <i>ἐκ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάλλω]], <b>πρβλ.</b> [[αειπαλής]], [[κληροπαλής]])].
|mltxt=[[παλέω]] (Α)<br /><b>1.</b> φθείρομαι, καταστρέφομαι<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παλήσειε<br />διαφθαρείη<br />ἐπάλησεν<br />ἐφθάρη. πεπαληκέναι<br />ἐκπεσεῖν. πεπαλημέναι<br />βεβλαμμέναι»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>) α) «πεπαλμένος<br />βεβλαμμένος» <br />β) «πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῖα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[παλέω]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί κατ' [[απόσπαση]] από το συνθ. ρ. <i>ἐκ</i>-[[παλέω]] «εξαρθρώνομαι», παρ. του επιθ. <i>ἐκ</i>-<i>παλής</i> «εξαρθρωμένος» <span style="color: red;"><</span> <i>ἐκ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάλλω]], <b>πρβλ.</b> [[αειπαλής]], [[κληροπαλής]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 18:35, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλέω Medium diacritics: παλέω Low diacritics: παλέω Capitals: ΠΑΛΕΩ
Transliteration A: paléō Transliteration B: paleō Transliteration C: paleo Beta Code: pale/w

English (LSJ)

to be disabled, εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στρατός Hdt.8.21: elsewhere only in Hsch., παλήσειε· διαφθαρείη. ἐπάλησεν· ἐφθάρη. πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν. πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι: also in shortened forms, πεπαλμένος· βεβλαμμένος, Id., Phot.; πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῖα Id.

German (Pape)

[Seite 447] = παλαίω, nur παλήσειε, Her. 8, 21, v.l. παλαίσειεν, wo es »im Kampf unterliegen« bedeutet.

French (Bailly abrégé)

παλῶ :
c. παλαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλέω [~ ἐκπαλής?] alleen opt. aor. 3 sing. παλήσειε, schade lijden, averij oplopen.

Russian (Dvoretsky)

παλέω: ион. терпеть поражение в бою (εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στρατός Her.).

Greek Monolingual

παλέω (Α)
1. φθείρομαι, καταστρέφομαι
2. (κατά τον Ησύχ.) «παλήσειε
διαφθαρείη
ἐπάλησεν
ἐφθάρη. πεπαληκέναι
ἐκπεσεῖν. πεπαλημέναι
βεβλαμμέναι»
3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) α) «πεπαλμένος
βεβλαμμένος»
β) «πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῖα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παλέω, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί κατ' απόσπαση από το συνθ. ρ. ἐκ-παλέω «εξαρθρώνομαι», παρ. του επιθ. ἐκ-παλής «εξαρθρωμένος» < ἐκ + -παλής (< πάλλω, πρβλ. αειπαλής, κληροπαλής)].

Greek Monotonic

πᾰλέω: γʹ ενικ. ευκτ. αορ. βʹ παλήσειε· φθείρομαι, καταστρέφομαι, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλέω: φθείρομαι, καταστρέφομαι, Ἡρόδ. 8. 21, εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στόλος. Ἕτεροι τύποι διατηροῦνται ἐν πολλαῖς γλώσσαις τοῦ Ἡσυχίου: «παλήσει· διαφθαρείη, ἐπάλησεν· ἐφθάρη, πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν, πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι». Ὁ συντετμημένος τύπος «πεπαλμένος

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: only aor. opt. παλήσειε of a fleet which cannot fight (Hdt. 8,21; cf. Weber Glotta 25, 267ff.), ind. ἐπάλησεν ἐφθάρη and perf. πεπαληκέναι ἐκπεσεῖν, πεπαλημέναι βεβλαμμέναι H.; besides (as if from πάλλω) πεπαλμένος βεβλαμμένος, ἔξαρθρος γεγονώς H., πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῖα Phot.
Derivatives: Besides ἐκπαλής dislocated (Hp., H.) with ἐκπαλ-έω to jump out of the joint, to disjoint (Hp.), ἐκπάλ-ησις, -εία f. dislocation (medic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Perh. from πάλλω. The rare, mostly only lexically attested simplex can be a backformation from ἐκπαλέω, which was analyzed as ἐκ-παλέω, though it was a denominative of ἐκπαλ-ής pop. jumped out, from ἐκ-πάλλομαι jumt out as medic. expression of a dislocated member; s. πάλλω. - Furnée 149 connects words with βαλ-, which would show that the word is Pre-Greek.

Middle Liddell

πᾰλέω,
to be disabled, Hdt.

Frisk Etymology German

παλέω: {paléō}
Forms: nur Aor. Opt. παλήσειε von einer kampfunfähigen Flotte (Hdt. 8,21; vgl. Weber Glotta 25, 267ff.), Ind. ἐπάλησεν· ἐφθάρη und Perf. πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν, πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι H.; daneben (wie von πάλλω) πεπαλμένος· βεβλαμμένος, ἔξαρθρος γεγονώς H., πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῖα Phot.
Grammar: v.
Derivative: Daneben ἐκπαλής ausgerenkt (Hp., H.) mit ἐκπαλέω aus dem Gelenk springen, sich ausrenken (Hp.), ἐκπάλησις, -εία f. Ausrenkung (Mediz.).
Etymology: Wohl zu πάλλω. Das vereinzelt, meist nur lexikalisch belegte Simplex kann Rückbildung aus ἐκπαλέω sein, das als ἐκπαλέω aufgefaßt wurde, obwohl Denominativ von ἐκπαλής eig. ausgesprungen, von ἐκπάλλομαι ausspringen als mediz. Fachausdruck von einem ausgerenkten Glied; s. πάλλω.
Page 2,467