συγκλειστός: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygkleistos | |Transliteration C=sygkleistos | ||
|Beta Code=sugkleisto/s | |Beta Code=sugkleisto/s | ||
|Definition=συγκλειστή, συγκλειστόν,<br><span class="bld">A</span> [[shut up]], ζόφῳ Luc.''Trag.''64.<br><span class="bld">2</span> [[with the power of closing]], ὄστρακα Arist.''HA'' 528b15.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">ἔργον συγκλειστόν</b>, = [[σύγκλεισμα]], [[LXX]] ''3 Ki.''7.28. | |Definition=συγκλειστή, συγκλειστόν,<br><span class="bld">A</span> [[shut up]], ζόφῳ Luc.''Trag.''64.<br><span class="bld">2</span> [[with the power of closing]], ὄστρακα [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 528b15.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">ἔργον συγκλειστόν</b>, = [[σύγκλεισμα]], [[LXX]] ''3 Ki.''7.28. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 22:05, 24 November 2023
English (LSJ)
συγκλειστή, συγκλειστόν,
A shut up, ζόφῳ Luc.Trag.64.
2 with the power of closing, ὄστρακα Arist.HA 528b15.
3 ἔργον συγκλειστόν, = σύγκλεισμα, LXX 3 Ki.7.28.
German (Pape)
[Seite 968] verschlossen, verbunden, LXX.
French (Bailly abrégé)
ός, ός;
enfermé, enveloppé.
Étymologie: συγκλείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκλειστός -ή -όν [συγκλείω] opgesloten.
Russian (Dvoretsky)
συγκλειστός: [adj. verb. к συγκλείω
1 закрытый, окутанный (ζόφῳ Luc.);
2 смыкающийся, запирающийся (ὄστρακα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
συγκλειστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κατάκλειστος, συγκεκλεισμένος, ζόφῳ συγκλειστὸς ἡλίου δίχα Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 64. 2) ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ συγκλείεσθαι, ὄστρακα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 11. 3) παρὰ τοῖς Ἑβδ. Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 28) ἔργον συγκλειστὸν = σύγκλεισμα.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγκλείω
1. ο κλεισμένος μαζί
2. αυτός που έχει τη δύναμη να περικλείει
3. φρ. «ἔργον συγκλειστόν» — σύγκλεισμα.