χαμερπής: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ές, <i>auf der | |ptext=ές, <i>[[auf der Erde kriechend]], [[am Boden kriechend]]</i>, μέροπες Theo Al. 4 (<i>APP</i> 39), und andere Spätere | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 08:47, 25 May 2024
English (LSJ)
χαμερπές, crawling on the ground, μέροπες App.Anth.3.146 (Theon); ζῷον Olymp.Alch. p.102 B., Hsch.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se traîne à terre, rampant.
Étymologie: χαμαί, ἕρπω.
German (Pape)
ές, auf der Erde kriechend, am Boden kriechend, μέροπες Theo Al. 4 (APP 39), und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
χᾰμερπής: ползающий по земле (μέροπες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμερπής: -ές, γεν. έος, ὁ χαμαὶ ἕρπων, Ἀνθ. Π. παράρτ. 39 εἰ ἔτι νήπιος εἶ καὶ χαμερπὴς τὴν διάνοιαν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 451Α, κλπ. - Καθ. Ἡσύχ.: «χαμερπής· γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος». Ἐπίρρ. -πῶς, «ἐξηγοῦνται ταῦτα ταπεινῶς καὶ χαμερπῶς» Ἰουστῖν. Μάρτ. 339C.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που έρπει, που σέρνεται καταγής
2. μτφ. (για πρόσ.) τιποτένιος, ποταπός, μικροπρεπής
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος»
2. μτφ. (για πράγμ.) α) ασήμαντος
β) εκκλ. εγκόσμιος.
επίρρ...
χαμερπώς / χαμερπῶς ΝΜΑ
με χαμερπή τρόπο, με ποταπό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -ερπής (< ἕρπω)].
Greek Monotonic
χᾰμερπής: -ές, γεν. -έος (ἕρπω), αυτός που κυλιέται στο έδαφος, ταπεινός, σε Ανθ.
Middle Liddell
χᾰμ-ερπής, ές ἕρπω
creeping on the ground, grovelling, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=ποταπός). Ἀπό τό χαμαί + ἕρπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ἐπίρρ. χαμαί.