προεξέδρα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proeksedra
|Transliteration C=proeksedra
|Beta Code=proece/dra
|Beta Code=proece/dra
|Definition=Ion. [[προεξέδρη]], ἡ, [[chair of state]], Hdt.7.44, Poll.9.46.
|Definition=Ion. [[προεξέδρη]], ἡ, [[chair of state]], [[Herodotus|Hdt.]]7.44, Poll.9.46.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:08, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεξέδρα Medium diacritics: προεξέδρα Low diacritics: προεξέδρα Capitals: ΠΡΟΕΞΕΔΡΑ
Transliteration A: proexédra Transliteration B: proexedra Transliteration C: proeksedra Beta Code: proece/dra

English (LSJ)

Ion. προεξέδρη, ἡ, chair of state, Hdt.7.44, Poll.9.46.

German (Pape)

[Seite 720] ἡ, ein besonderer, von andern abgesonderter Sitz, Sessel, Her. 7, 44. 48. Bei Poll. 9, 46 = ἐξέδρα, Gallerie.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
siège élevé au-dessus des autres.
Étymologie: πρό, ἐξέδρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εξέδρᾱ -ας, ἡ, Ion. προεξέδρη, erezetel.

Russian (Dvoretsky)

προεξέδρα: ион. προεξέδρηвысокое седалище, трон (π. λίθου λευκοῦ Her.).

Greek Monolingual

και κυρίως ο ιων. τ. προεξέδρη, ἡ, Α ἐξέδρα
χωριστό, υψηλό κάθισμα, επίσημος θρόνος («προεπεποίητο γὰρ ἐπὶ κολωνοῦ ἐπίτηδες αὐτοῦ ταύτη προεξέδρη λίθου λευκοῦ», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

προεξέδρα: Ιων. -η, ἡ, επίσημος θρόνος, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προεξέδρα: Ἰων. -η, ἡ, ἕδρα, θρόνος ἐπίσημος, Ἡρόδ. 7. 44, Πολυδ. Θ΄, 49· πρβλ. προεδρία 2.

Middle Liddell

προ-εξέδρα, Ionic -η, ἡ,
a chair of state, Hdt.