ἐρημίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[], , <i>der [[Einsiedler]]</i>, K.S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1026.png Seite 1026]] ὁ, der [[Einsiedler]], K. S.
}}
{{grml
|mltxt=[[ερημίτης]], ο, θηλ. [[ερημίτις]] και [[ερημίτισσα]] (AM [[ἐρημίτης]], θηλ. [[ἐρημῖτις]], -ιδος, Μ και [[ἐρημήτρια]]) [[έρημος]]<br />αυτός που ζει στην έρημο, απομονωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> [[ορυκτό]], φωσφορικό [[άλας]] δημητρίου, λανθανίου και θορίου<br />παρουσιάζεται σε γενικά μικρούς και πλατείς κρυστάλλους χρώματος κόκκινου, υποκαστανόχρου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μοναχός]], [[καλόγηρος]], [[ασκητής]], [[αναχωρητής]], [[ησυχαστής]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[ονομασία]] που δόθηκε σε μοναχούς, οι οποίοι ζούσαν σε [[κοινότητα]], [[αλλά]] ήταν απομονωμένοι σε κελλιά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐρημίτης]] [[ὄνος]]» — ο [[άγριος]] όνος της ερήμου (ΠΔ).
}}
}}

Latest revision as of 14:24, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρημίτης Medium diacritics: ἐρημίτης Low diacritics: ερημίτης Capitals: ΕΡΗΜΙΤΗΣ
Transliteration A: erēmítēs Transliteration B: erēmitēs Transliteration C: erimitis Beta Code: e)rhmi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, of the desert, ὄνος ib. Jb. 11.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρημίτης: ῑ, ου, ὁ, ὁ τῆς ἐρήμου, ὄνος, ἄγριος ὄνος, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄. 12). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐρημίτης, μοναχὸς ζῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, Παλλαδ. Λαυσ. 1212C, Ἀποφθ. Πατέρ. 240Α, κλ.

German (Pape)

[Seite 1026] ὁ, der Einsiedler, K. S.

Greek Monolingual

ερημίτης, ο, θηλ. ερημίτις και ερημίτισσα (AM ἐρημίτης, θηλ. ἐρημῖτις, -ιδος, Μ και ἐρημήτρια) έρημος
αυτός που ζει στην έρημο, απομονωμένος
νεοελλ.
(ορυκτ.) ορυκτό, φωσφορικό άλας δημητρίου, λανθανίου και θορίου
παρουσιάζεται σε γενικά μικρούς και πλατείς κρυστάλλους χρώματος κόκκινου, υποκαστανόχρου
νεοελλ.-μσν.
1. μοναχός, καλόγηρος, ασκητής, αναχωρητής, ησυχαστής
2. εκκλ. ονομασία που δόθηκε σε μοναχούς, οι οποίοι ζούσαν σε κοινότητα, αλλά ήταν απομονωμένοι σε κελλιά
αρχ.
φρ. «ἐρημίτης ὄνος» — ο άγριος όνος της ερήμου (ΠΔ).