κινδυνώδης: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κινδυνώδης -ες [κίνδυνος] comp. - έστερος, [[gevaarlijk]], [[riskant]].
|elnltext=κινδυνώδης, κινδυνῶδες [κίνδυνος] comp. κινδυνέστερος, [[gevaarlijk]], [[riskant]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κινδῡνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἐπικίνδυνος]], [[πλήρης]] κινδύνων, Ἱππ. Προγν. 41, π. Ἄρθρ. 829, Πολύβ. 8. 22, 3. ― Ἐπίρ. -δῶς, Διον. Ἁλ. 7. 6.
|lstext='''κινδῡνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἐπικίνδυνος]], [[πλήρης]] κινδύνων, Ἱππ. Προγν. 41, π. Ἄρθρ. 829, Πολύβ. 8. 22, 3. ― Ἐπίρ. [[κινδυνωδῶς]], Διον. Ἁλ. 7. 6.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[κινδυνώδης]], -ῶδες) [[κίνδυνος]]<br />αυτός που παρουσιάζει κινδύνους, ο [[επικίνδυνος]] («τῆς καταβάσεως... ἐπισφαλεῖς ἐχούσης καὶ κινδυνώδεις καταφοράς», <b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κινδυνωδώς</i> (Α κινδυνωδῶς)<br />με κινδυνώδη τρόπο, επικίνδυνα («τὸ [[πέλαγος]]... κινδυνωδῶς διανύσας», Δίον. Αλ.).
|mltxt=-ες (ΑΜ [[κινδυνώδης]], -ῶδες) [[κίνδυνος]]<br />αυτός που παρουσιάζει κινδύνους, ο [[επικίνδυνος]] («τῆς καταβάσεως... ἐπισφαλεῖς ἐχούσης καὶ κινδυνώδεις καταφοράς», <b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κινδυνωδώς</i> (Α [[κινδυνωδῶς]])<br />με κινδυνώδη τρόπο, επικίνδυνα («τὸ [[πέλαγος]]... κινδυνωδῶς διανύσας», Δίον. Αλ.).
}}
}}

Latest revision as of 05:04, 27 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κινδυνώδης Medium diacritics: κινδυνώδης Low diacritics: κινδυνώδης Capitals: ΚΙΝΔΥΝΩΔΗΣ
Transliteration A: kindynṓdēs Transliteration B: kindynōdēs Transliteration C: kindynodis Beta Code: kindunw/dhs

English (LSJ)

κινδυνῶδες, dangerous, Hp.Prog.14, Art.65 (Comp.); κ. καταφοραί Plb.8.20.3; τὸ κινδυνῶδες, τὰ κινδυνώδη, J.AJ15.4.2, 14.8.2 (Sup.); κ. λόγοι Max. Tyr.24.5. Adv. κινδυνωδῶς = dangerously D.H.7.6, Gal.8.762.

German (Pape)

[Seite 1440] ες, gefährlich, gefahrvoll; καὶ ἐπισφαλής Pol. 8, 22, 3; πόλεμος Plut. Caes. 25 u. sonst öfter bei Sp. – Auch adv., τὸ πέλαγος ἐπιπόνως καὶ κινδυνωδῶς διανύσας D. H. 7, 6.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
dangereux, hasardeux.
Étymologie: κίνδυνος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινδυνώδης, κινδυνῶδες [κίνδυνος] comp. κινδυνέστερος, gevaarlijk, riskant.

Russian (Dvoretsky)

κινδῡνώδης: полный опасностей, опасный (κ. καὶ ἐπισφαλής Polyb.; πόλεμος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κινδῡνώδης: -ες, (εἶδος) ἐπικίνδυνος, πλήρης κινδύνων, Ἱππ. Προγν. 41, π. Ἄρθρ. 829, Πολύβ. 8. 22, 3. ― Ἐπίρ. κινδυνωδῶς, Διον. Ἁλ. 7. 6.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ κινδυνώδης, -ῶδες) κίνδυνος
αυτός που παρουσιάζει κινδύνους, ο επικίνδυνος («τῆς καταβάσεως... ἐπισφαλεῖς ἐχούσης καὶ κινδυνώδεις καταφοράς», Πολ.).
επίρρ...
κινδυνωδώςκινδυνωδῶς)
με κινδυνώδη τρόπο, επικίνδυνα («τὸ πέλαγος... κινδυνωδῶς διανύσας», Δίον. Αλ.).