ἑτεροῖος: Difference between revisions
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἑτεροῑος, -οία, -ον (ΑΜ) (Α και επικ. [[τύπος]] ἑτεροίϊος, -ηΐη, -ον)<br /><b>μσν.</b><br />διαφοροποιημένος ( | |mltxt=ἑτεροῑος, -οία, -ον (ΑΜ) (Α και επικ. [[τύπος]] ἑτεροίϊος, -ηΐη, -ον)<br /><b>μσν.</b><br />διαφοροποιημένος («ἑτεροῖος [[κόσμος]]», Δαμασκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διαφορετικής φύσεως ή είδους<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[παράδοξος]]<br /><b>3.</b> [[διαφορετικός]] απ' αυτό που έπρεπε να [[είναι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροίως</i><br /><b>1.</b> ασυνήθιστα, παράδοξα («ἑτεροίως διαιτηθῆναι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> διαφορετικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερ</i>-<i>oıος</i> ([[πρβλ]]. [[αλλοίος]], [[τοίος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:55, 6 February 2024
English (LSJ)
α, ον, Ep. ἑτεροίϊος, η, ον, D.P.1180:—
A of a different kind, diverse, Hdt.1.99, al.; τὰ ἑ. οὐκ ἀλλοῖα; Pl.Prm.161a, al.; τί φαίνεται ἑτεροῖον διανοηθεὶς ὁ ἰητρὸς ἢ..; Hp.VM7; ἑ. τινός ib.9; unusual, strange, Id.Acut.6; φωναί Phld.Po.994 Fr.10. Adv. ἑτεροίως, διαιτηθῆναι Hp. Acut.39, cf. Gal.2.219.
II diversified, differentiated, κόσμος, ἀριθμός, Dam.Pr.194,204.
III different from what should be, untoward, ἤν τι ἑ. ἀποβαίνῃ Luc.JTr.32.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
différent, autre, d'autre sorte.
Étymologie: ἕτερος.
Russian (Dvoretsky)
ἑτεροῖος: иной, иного свойства, отличный Plat., Arst.: τρόπῳ οὐ τῷ αὐτῷ, ἀλλ᾽ ἑτεροίῳ Her. не таким способом, а иным.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροῖος: -α, -ον, Ἐπικ. -όϊος, η, ον, Διον. Π. 1180: ― ἀλλοῖος, διάφορος τὸ εἶδος, Ἡρόδ. 1. 99., 2. 35., 4. 62· ἑτ. ἢ.., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· ἑτ. τινὸς αὐτόθι 11· ἀσυνήθης, παράδοξος, ὁ αὐτ. ἐν τῷ π. Διαίτ. Ὀξ. 384. ― Ἐπίρρ. -οιως, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390.
Greek Monolingual
ἑτεροῑος, -οία, -ον (ΑΜ) (Α και επικ. τύπος ἑτεροίϊος, -ηΐη, -ον)
μσν.
διαφοροποιημένος («ἑτεροῖος κόσμος», Δαμασκ.)
αρχ.
1. αυτός που είναι διαφορετικής φύσεως ή είδους
2. ασυνήθιστος, παράδοξος
3. διαφορετικός απ' αυτό που έπρεπε να είναι.
επίρρ...
ἑτεροίως
1. ασυνήθιστα, παράδοξα («ἑτεροίως διαιτηθῆναι», Ιπποκρ.)
2. διαφορετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερ-oıος (πρβλ. αλλοίος, τοίος)].
Greek Monotonic
ἑτεροῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει σε διαφορετικό είδος, ετεροειδής, σε Ηρόδ.