συμφυΐα: Difference between revisions
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symfyia | |Transliteration C=symfyia | ||
|Beta Code=sumfui/+a | |Beta Code=sumfui/+a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, = [[σύμφυσις]], Ph.2.319, Plu.2.1080f, 1112a, S.E.''M.''7.129, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] ἡ, = [[σύμφυσις]]; Plut. Arat. 24; Philo u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] ἡ, = [[σύμφυσις]]; Plut. Arat. 24; Philo u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[συμφυή]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συμφυΐα -ας, ἡ [συμφυής] natuurlijke verbintenis met, het van nature verbonden zijn aan, met πρός + acc. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμφυΐα:''' ἡ [[сращение]], [[сращенность]] Plut., Sext. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συμφυΐα''': ἡ, = [[σύμφυσις]], Πλούτ. 2. 1080F, 1112A. Σέξτ. Ἐμπ., κλπ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συμφυής]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συμφυούς<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για την Αγία Τριάδα) [[συνένωση]], [[σύμφυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μεταλργ.)</b> [[φαινόμενο]] που παρατηρείται στους χάλυβες και [[κατά]] το οποίο ο [[συνήθης]] [[περλίτης]], εμφανιζόμενος σε μεταλλικά πλακίδια, μεταβάλλεται σε κοκκώδη με [[σαφώς]] χωρισμένα τα συστατικά του ύστερα από παρατεταμένες ανοπτήσεις σε [[θερμοκρασία]] κατώτερη από εκείνην του σχηματισμού του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρμονία]], [[συμφωνία]] («τίς ἡ [[κοινωνία]] τούτων πρὸς ἄλληλα καὶ [[συμφυΐα]] καὶ [[σύμπνοια]];», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύμπνοια]], [[ομοφωνία]]<br /><b>3.</b> [[συνάφεια]], [[σύνδεση]]<br /><b>4.</b> [[ταυτότητα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = σύμφυσις, Ph.2.319, Plu.2.1080f, 1112a, S.E.M.7.129, etc.
German (Pape)
[Seite 993] ἡ, = σύμφυσις; Plut. Arat. 24; Philo u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. συμφυή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμφυΐα -ας, ἡ [συμφυής] natuurlijke verbintenis met, het van nature verbonden zijn aan, met πρός + acc.
Russian (Dvoretsky)
συμφυΐα: ἡ сращение, сращенность Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
συμφυΐα: ἡ, = σύμφυσις, Πλούτ. 2. 1080F, 1112A. Σέξτ. Ἐμπ., κλπ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συμφυής
1. η ιδιότητα του συμφυούς
2. (ιδίως για την Αγία Τριάδα) συνένωση, σύμφυση
νεοελλ.
(μεταλργ.) φαινόμενο που παρατηρείται στους χάλυβες και κατά το οποίο ο συνήθης περλίτης, εμφανιζόμενος σε μεταλλικά πλακίδια, μεταβάλλεται σε κοκκώδη με σαφώς χωρισμένα τα συστατικά του ύστερα από παρατεταμένες ανοπτήσεις σε θερμοκρασία κατώτερη από εκείνην του σχηματισμού του
μσν.-αρχ.
1. αρμονία, συμφωνία («τίς ἡ κοινωνία τούτων πρὸς ἄλληλα καὶ συμφυΐα καὶ σύμπνοια;», Γρηγ. Ναζ.)
2. σύμπνοια, ομοφωνία
3. συνάφεια, σύνδεση
4. ταυτότητα.