ἐπιγηθέω: Difference between revisions
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
m (Text replacement - "τινι" to "τινι") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[ἐπιγηθῶ]] :<br />[[se réjouir de]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[γηθέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 17:02, 5 November 2024
English (LSJ)
rejoice, triumph over, ὡς μήτε θεὸς μήτε τις ἄλλος τοῖσδ' ἐπεγήθει A.Pr.157; exult in, γάμῳ ἐπιγηθήσαντες Opp.H.1.570:—also in form ἐπιγενν-γήθω, τοῖς γινομένοις Simp.in Epict.p.88D.
German (Pape)
[Seite 932] (s. γηθέω), sich darüber freuen; τινί, Aesch. Prom. 156; γάμῳ δ' ἐπιγηθήσαντες Opp. H. 1, 570; a. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ἐπιγηθῶ :
se réjouir de, τινι.
Étymologie: ἐπί, γηθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγηθέω: ликовать, радоваться (τινι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγηθέω: γηθέω, χαίρω ἐπί τινι, ἐπιχαίρω, ὡς μήτε θεὸς μήτε τις ἄλλος τοῖσδ’ ἐπεγήθει Αἰσχύλ. Πρ. 157 (ἐνθα ὁ Elmsl. διώρθωσεν ἐγεγήθει, ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ γέγηθα ἔχει ἀείποτε σημασίαν ἐνεστ. παρ’ Ἀττ.): -γαυριῶ, χαίρω διά τι, εὐφραίνομαι, γάμῳ ἐπιγηθήσαντες Ὀππ. Ἁλ. 1. 170.
Greek Monotonic
ἐπιγηθέω: μέλ. -ήσω, χαίρομαι, αναγαλλιάζω ή πανηγυρίζω, τινί, σε Αισχύλ.