λύκαψος: Difference between revisions
From LSJ
Menander, fragment 761
(c2) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lykapsos | |Transliteration C=lykapsos | ||
|Beta Code=lu/kayos | |Beta Code=lu/kayos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], ὁ, [[viper's herb]], [[Echium italicum]], Nic.''Th.''840; λυκαψός in Dsc.4.26 (with [[variae lectiones|vv.ll.]]), Paul.Aeg.7.3:—also [[λυκοψίς]], ίδος, ἡ, Gal.11.811. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0068.png Seite 68]] ἡ, eine Pflanze, = [[ἄγχουσα]], Nic. Th. 840, die auch λυκοψίς heißt u. λύκοψος. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0068.png Seite 68]] ἡ, eine Pflanze, = [[ἄγχουσα]], Nic. Th. 840, die auch λυκοψίς heißt u. λύκοψος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>sorte de plante</i>, herbe aux vipères (Echium italicum).<br />'''Étymologie:''' DELG [[λύκος]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λύκαψος''': ἡ, [[φυτόν]] τι ὅμοιον τῇ γλώσσῃ τοῦ βοὸς ([[ἄγχουσα]]) Νικ. Θηρ. 840· [[ὡσαύτως]] λύκοψος, ἡ, μνημονευόμενον ἐκ Παύλ. Αἰγ.· λυκοψίς, ίδος, ἡ, Διοσκ. 4. 26. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λύκαψος]] και λυκαψός, ὁ, και λύκοψος και [[λύκοψις]] ή λυκοψίς, -ίδος, ἡ (Α)<br />[[φυτό]] που μοιάζει με τη [[γλώσσα]] του βοδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αψος</i> και -[[αψός]] [[κατά]] το <i>χορδ</i>-[[αψός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]] <span style="color: red;">+</span> [[ἅψος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἄπτω</i> από παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[ὄψις]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, viper's herb, Echium italicum, Nic.Th.840; λυκαψός in Dsc.4.26 (with vv.ll.), Paul.Aeg.7.3:—also λυκοψίς, ίδος, ἡ, Gal.11.811.
German (Pape)
[Seite 68] ἡ, eine Pflanze, = ἄγχουσα, Nic. Th. 840, die auch λυκοψίς heißt u. λύκοψος.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
sorte de plante, herbe aux vipères (Echium italicum).
Étymologie: DELG λύκος.
Greek (Liddell-Scott)
λύκαψος: ἡ, φυτόν τι ὅμοιον τῇ γλώσσῃ τοῦ βοὸς (ἄγχουσα) Νικ. Θηρ. 840· ὡσαύτως λύκοψος, ἡ, μνημονευόμενον ἐκ Παύλ. Αἰγ.· λυκοψίς, ίδος, ἡ, Διοσκ. 4. 26.
Greek Monolingual
λύκαψος και λυκαψός, ὁ, και λύκοψος και λύκοψις ή λυκοψίς, -ίδος, ἡ (Α)
φυτό που μοιάζει με τη γλώσσα του βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -αψος και -αψός κατά το χορδ-αψός (< χορδή + ἅψος < ἄπτω από παρετυμολογική επίδραση του ὄψις)].