σύντριψ: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(13_1) |
(40) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1037.png Seite 1037]] ιβος, zerreibend, zerstoßend, bei Hom. ep. 14, 9 Name eines Hauskoboldes, der die Töpfe auf dem Heerde zerschmeißt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1037.png Seite 1037]] ιβος, zerreibend, zerstoßend, bei Hom. ep. 14, 9 Name eines Hauskoboldes, der die Töpfe auf dem Heerde zerschmeißt. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σύντριψ''': -ῐβος, ὁ, ἡ, ὁ συντρίβων, κακός τις [[δαίμων]] συντρίβων τὰς χύτρας καὶ λοιπὰ σκεύη τοῦ μαγειρείου, «καλλικάντζαρος», Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 14. 9. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ιβος, ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[συντριβή]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Σύντριψ]]<br />[[κακός]] [[δαίμονας]] που έσπαζε τις χύτρες και τα άλλα μαγειρικά σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συντρίβ</i>- του [[συντρίβω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ς</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:51, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1037] ιβος, zerreibend, zerstoßend, bei Hom. ep. 14, 9 Name eines Hauskoboldes, der die Töpfe auf dem Heerde zerschmeißt.
Greek (Liddell-Scott)
σύντριψ: -ῐβος, ὁ, ἡ, ὁ συντρίβων, κακός τις δαίμων συντρίβων τὰς χύτρας καὶ λοιπὰ σκεύη τοῦ μαγειρείου, «καλλικάντζαρος», Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 14. 9.
Greek Monolingual
-ιβος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που επιφέρει συντριβή
2. ως κύριο όν. Σύντριψ
κακός δαίμονας που έσπαζε τις χύτρες και τα άλλα μαγειρικά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντρίβ- του συντρίβω + κατάλ. -ς].