βοτανικός: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(13_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=votanikos | |Transliteration C=votanikos | ||
|Beta Code=botaniko/s | |Beta Code=botaniko/s | ||
|Definition= | |Definition=βοτανική, βοτανικόν, [[of herbs]], φάρμακα Plu.2.663c; <b class="b3">ἡ β. παράδοσις</b> the science [[of herbal remedies]], Dsc.1 ''Praef.''1:—τὰ βοτανικά Id.2 ''Praef.''; <b class="b3">β. ἰατρός</b> [[herbalist]], Gal.''Thras.''24; <b class="b3">-κοί, οἱ</b>, [[herb-gatherers]], Id.14.9. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[hecho de hierbas]] φάρμακα Plu.2.663c, Dsc.1 praef.8.<br /><b class="num">2</b> [[que concierne a las plantas o hierbas]] ἡ β. ... παράδοσις la ciencia de las plantas</i>, la botánica</i> Dsc.1 praef.1, β. ἰατρός el médico experto en plantas</i>, el botánico</i> Gal.5.846, ἄνδρες β. Gal.14.9<br /><b class="num">•</b>plu. subst. τὰ βοτανικά [[plantas usadas como remedio medicinal]] Dsc.2 praef. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0455.png Seite 455]] Kräuter betreffend, φάρμακα βοτανικά, aus Kräutern bereitet, Plut. Symp. 4, 1; ἡ βοτανική, Pflanzenkunde, Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0455.png Seite 455]] Kräuter betreffend, φάρμακα βοτανικά, aus Kräutern bereitet, Plut. Symp. 4, 1; ἡ βοτανική, Pflanzenkunde, Diosc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />préparé avec des plantes (remède).<br />'''Étymologie:''' [[βοτάνη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βοτᾰνικός:''' [[приготовленный из трав или настоенный на травах]] (φάρμακα Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βοτᾰνικός''': -ή, -όν, ἐκ χόρτου, ἐκ βοτανῶν, φάρμακα Πλούτ. 2. 663C· ἡ β. [[παράδοσις]], ἡ βοτανολογία, Διοσκ. προοιμ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βοτανικός]], -ή, -όν) [[βοτάνη]]<br />Ι. ο [[σχετικός]] με τα βότανα<br />II. (το αρσ. ως ουσ., κύριο όν.) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βοτανικός]] [[κήπος]], στον οποίο γίνεται [[συστηματική]] [[καλλιέργεια]] [[φυτών]] για διδακτικούς σκοπούς<br /><b>2.</b> [[περιοχή]] της Αθήνας [[γύρω]] από τον Βοτανικό Κήπο της Γεωπονικής Σχολής<br />(αρχ. - μσν.) [[βοτανικός]], <i>ο</i><br />[[συλλέκτης]] θεραπευτικών βοτάνων<br />III. <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>βοτανική</i>, <i>η</i><br />η [[συστηματική]] [[μελέτη]] των [[φυτών]]<br />(αρχ. -μσν.) η [[γνώση]] της χρήσης των θεραπευτικών βοτάνων<br />IV. <b>αρχ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>βοτανικά</i>, <i>τα</i><br />η [[χρήση]] θεραπευτικών βοτάνων. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
βοτανική, βοτανικόν, of herbs, φάρμακα Plu.2.663c; ἡ β. παράδοσις the science of herbal remedies, Dsc.1 Praef.1:—τὰ βοτανικά Id.2 Praef.; β. ἰατρός herbalist, Gal.Thras.24; -κοί, οἱ, herb-gatherers, Id.14.9.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 hecho de hierbas φάρμακα Plu.2.663c, Dsc.1 praef.8.
2 que concierne a las plantas o hierbas ἡ β. ... παράδοσις la ciencia de las plantas, la botánica Dsc.1 praef.1, β. ἰατρός el médico experto en plantas, el botánico Gal.5.846, ἄνδρες β. Gal.14.9
•plu. subst. τὰ βοτανικά plantas usadas como remedio medicinal Dsc.2 praef.
German (Pape)
[Seite 455] Kräuter betreffend, φάρμακα βοτανικά, aus Kräutern bereitet, Plut. Symp. 4, 1; ἡ βοτανική, Pflanzenkunde, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
préparé avec des plantes (remède).
Étymologie: βοτάνη.
Russian (Dvoretsky)
βοτᾰνικός: приготовленный из трав или настоенный на травах (φάρμακα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
βοτᾰνικός: -ή, -όν, ἐκ χόρτου, ἐκ βοτανῶν, φάρμακα Πλούτ. 2. 663C· ἡ β. παράδοσις, ἡ βοτανολογία, Διοσκ. προοιμ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βοτανικός, -ή, -όν) βοτάνη
Ι. ο σχετικός με τα βότανα
II. (το αρσ. ως ουσ., κύριο όν.) νεοελλ.
1. ο βοτανικός κήπος, στον οποίο γίνεται συστηματική καλλιέργεια φυτών για διδακτικούς σκοπούς
2. περιοχή της Αθήνας γύρω από τον Βοτανικό Κήπο της Γεωπονικής Σχολής
(αρχ. - μσν.) βοτανικός, ο
συλλέκτης θεραπευτικών βοτάνων
III. το θηλ. ως ουσ. βοτανική, η
η συστηματική μελέτη των φυτών
(αρχ. -μσν.) η γνώση της χρήσης των θεραπευτικών βοτάνων
IV. αρχ. το ουδ. ως ουσ. βοτανικά, τα
η χρήση θεραπευτικών βοτάνων.