σμύρις: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(13_4) |
mNo edit summary |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=smyris | |Transliteration C=smyris | ||
|Beta Code=smu/ris | |Beta Code=smu/ris | ||
|Definition=ιδος, ἡ, | |Definition=ιδος, ἡ, [[emery powder]], used by lapidaries, Dsc.5.147; [[σμίρις]] [[varia lectio|v.l.]] in Dsc. [[l.c.]], Orib.13 λ 24, Paul.Aeg.7.3 [[sub verbo|s.v.]] [[λίθοι]]; [[σμιρίς]], ἡ, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Aët.2.26; gen. σμίρεως Orib.15.1.20 codd.; cf. [[ζμιρριεῖα]]: —also [[σμιρίτης]] [ῑτ] [[λίθος]], ὁ, [[LXX]] ''Jb.''41.7 ([[varia lectio|v.l.]] [[σμιρίτος]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0911.png Seite 911]] ἡ, der Smirgel, ein hartes Eisenerz od. ein Korund, Diamantspath, der als Sand auf dem Rade der Steinschleifer u. Steinschneider zum Abschleifen u. Poliren gebraucht wird; Diosc.; bei Hesych. [[σμίρις]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0911.png Seite 911]] ἡ, der [[Smirgel]], ein hartes Eisenerz od. ein [[Korund]], [[Diamantspath]], der als Sand auf dem Rade der [[Steinschleifer]] u. [[Steinschneider]] zum [[Abschleifen]] u. Poliren gebraucht wird; Diosc.; bei Hesych. [[σμίρις]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σμύρις''': -ιδος. ἡ, [[κόνις]] πέτρας σκληρᾶς σιδηροχάλκου ἧς ἐποιοῦντο χρῆσιν οἱ λιθοξόοι καὶ τῶν πολυτίμων λίθων ἐργάται, Διοσκ. 5. 165· σμιρὶς παρ’ Ἡσυχ., ὃ ἴδε· - [[ὡσαύτως]] σμῠρίτης [[λίθος]] ὁ, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΜΑ΄, 7). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, / [[σμύρις]], -ιδος, ΝΜΑ, και [[σμύρη]] και [[λόγιος]] τ. [[σμύρις]] Ν, και [[σμίρις]], -ιδος και [[σμιρίς]], -ίδος, Α<br />[[ορυκτό]] οξείδιο του αργιλίου, που [[είναι]] ακάθαρτη [[ποικιλία]] του κορουνδίου, απαντά με τη [[μορφή]] πυκνών σκοτεινόχρωμων κοκκωδών ή συμπαγών μαζών, παρόμοιας εμφάνισης με τα σιδηρομεταλλεύματα, και χρησιμοποιείται ως λειαντικό ή στιλβωτικό υλικό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ναξία [[σμύρις]]» — η άριστης ποιότητας [[σμύριδα]] που εξορύσσεται στα ορυχεία της Νάξου, όπου τα κοιτάσματά της [[είναι]] τα μεγαλύτερα στον κόσμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. [[σμύρις]] με το ρ. <i>σμῶ</i> «[[σφουγγίζω]], [[καθαρίζω]]» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, ενώ η [[αναγωγή]] της στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>smer</i>(<i>u</i>)- «[[πάχος]], [[λίπος]]» (<b>πρβλ.</b> [[μύρο]]) γεννά, επί [[πλέον]], και σημασιολογικά προβλήματα. Έχει διατυπωθεί, [[τέλος]], και η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για σημιτικό [[δάνειο]]]. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=([[σμίρις]]), -ιδος, -εως<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: [[emery-powder for abrading and polishing]] (Dsc., late medic.).<br />Derivatives: <b class="b3">σμιρίτης λίθος</b> m. (LXX; Redard 61), [[σμιριεῖα]] n. pl. (wr. [[ζμιρριεια]]) [[emery-powder]] (Imbros IIa).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Unexplained. Since long (Fick 1, 575; 2, 317; WP. 2, 690, Pok. 970f., W.-Hofmann s. [[medulla]] w. lit.) with [[μύρον]] (s. v.) connected wih a Germ.-Celt. word for [[grease]], [[fatt]] in OHG. [[smero]], OIr. <b class="b2">smi(u)r</b> etc.; not very convincing as to the factual matter. Also the frequent notation with [[ι]] remains hard to understand (vowelharmony?). Acc. to v. Blumenthal Hesychst. 45 to [[σμάω]], [[σμῆν]]; semantically to be preferrred; [[σμύρις]] then after [[μύρον]]? Furnée 366 takes the variation [[υ]]: [[ι]] as proof of Pre-Greek origin. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''σμύρις''': ([[σμίρις]]), -ιδος, -εως<br />{smúris}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Schmirgel zum Abreiben und Polieren]] (Dsk., sp. Mediz.)<br />'''Derivative''': mit σμιρίτης [[λίθος]] m. (LXX; Redard 61), σμιριεῖα n. pl. (geschr. ζμιρριεια) [[Schmirgel]] (Imbros II<sup>a</sup>).<br />'''Etymology''': Nicht sicher erklärt. Seit langem (Fick 1, 575; 2, 317; WP. 2, 690, Pok. 970f., W.-Hofmann s. ''medulla'' m. Lit.) mit [[μύρον]] (s. d.) zu einem. germ.-kelt. Wort für [[Schmer]], [[Fett]] in ahd. ''smero'', air. ''smi''(''u'')''r'' usw. gezogen; sachlich nicht ganz befriedigend. Dabei bleibt auch die geläufige Schreibung mit ι schwerverständlich (Vokalharmonie?). Nach v. Blumenthal Hesychst. 45 zu [[σμάω]], [[σμῆν]]; begrifflich gewiß vorzuziehen; [[σμύρις]] dann nach [[μύρον]]?<br />'''Page''' 2,751 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:19, 20 March 2024
English (LSJ)
ιδος, ἡ, emery powder, used by lapidaries, Dsc.5.147; σμίρις v.l. in Dsc. l.c., Orib.13 λ 24, Paul.Aeg.7.3 s.v. λίθοι; σμιρίς, ἡ, Hsch., Aët.2.26; gen. σμίρεως Orib.15.1.20 codd.; cf. ζμιρριεῖα: —also σμιρίτης [ῑτ] λίθος, ὁ, LXX Jb.41.7 (v.l. σμιρίτος).
German (Pape)
[Seite 911] ἡ, der Smirgel, ein hartes Eisenerz od. ein Korund, Diamantspath, der als Sand auf dem Rade der Steinschleifer u. Steinschneider zum Abschleifen u. Poliren gebraucht wird; Diosc.; bei Hesych. σμίρις.
Greek (Liddell-Scott)
σμύρις: -ιδος. ἡ, κόνις πέτρας σκληρᾶς σιδηροχάλκου ἧς ἐποιοῦντο χρῆσιν οἱ λιθοξόοι καὶ τῶν πολυτίμων λίθων ἐργάται, Διοσκ. 5. 165· σμιρὶς παρ’ Ἡσυχ., ὃ ἴδε· - ὡσαύτως σμῠρίτης λίθος ὁ, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΜΑ΄, 7).
Greek Monolingual
η, / σμύρις, -ιδος, ΝΜΑ, και σμύρη και λόγιος τ. σμύρις Ν, και σμίρις, -ιδος και σμιρίς, -ίδος, Α
ορυκτό οξείδιο του αργιλίου, που είναι ακάθαρτη ποικιλία του κορουνδίου, απαντά με τη μορφή πυκνών σκοτεινόχρωμων κοκκωδών ή συμπαγών μαζών, παρόμοιας εμφάνισης με τα σιδηρομεταλλεύματα, και χρησιμοποιείται ως λειαντικό ή στιλβωτικό υλικό
νεοελλ.
φρ. «ναξία σμύρις» — η άριστης ποιότητας σμύριδα που εξορύσσεται στα ορυχεία της Νάξου, όπου τα κοιτάσματά της είναι τα μεγαλύτερα στον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. σμύρις με το ρ. σμῶ «σφουγγίζω, καθαρίζω» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, ενώ η αναγωγή της στην ΙΕ ρίζα smer(u)- «πάχος, λίπος» (πρβλ. μύρο) γεννά, επί πλέον, και σημασιολογικά προβλήματα. Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η υπόθεση ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο].
Frisk Etymological English
(σμίρις), -ιδος, -εως
Grammatical information: f.
Meaning: emery-powder for abrading and polishing (Dsc., late medic.).
Derivatives: σμιρίτης λίθος m. (LXX; Redard 61), σμιριεῖα n. pl. (wr. ζμιρριεια) emery-powder (Imbros IIa).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Since long (Fick 1, 575; 2, 317; WP. 2, 690, Pok. 970f., W.-Hofmann s. medulla w. lit.) with μύρον (s. v.) connected wih a Germ.-Celt. word for grease, fatt in OHG. smero, OIr. smi(u)r etc.; not very convincing as to the factual matter. Also the frequent notation with ι remains hard to understand (vowelharmony?). Acc. to v. Blumenthal Hesychst. 45 to σμάω, σμῆν; semantically to be preferrred; σμύρις then after μύρον? Furnée 366 takes the variation υ: ι as proof of Pre-Greek origin.
Frisk Etymology German
σμύρις: (σμίρις), -ιδος, -εως
{smúris}
Grammar: f.
Meaning: Schmirgel zum Abreiben und Polieren (Dsk., sp. Mediz.)
Derivative: mit σμιρίτης λίθος m. (LXX; Redard 61), σμιριεῖα n. pl. (geschr. ζμιρριεια) Schmirgel (Imbros IIa).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Seit langem (Fick 1, 575; 2, 317; WP. 2, 690, Pok. 970f., W.-Hofmann s. medulla m. Lit.) mit μύρον (s. d.) zu einem. germ.-kelt. Wort für Schmer, Fett in ahd. smero, air. smi(u)r usw. gezogen; sachlich nicht ganz befriedigend. Dabei bleibt auch die geläufige Schreibung mit ι schwerverständlich (Vokalharmonie?). Nach v. Blumenthal Hesychst. 45 zu σμάω, σμῆν; begrifflich gewiß vorzuziehen; σμύρις dann nach μύρον?
Page 2,751