ἔγκατα: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
lsj>Spiros mNo edit summary |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
Latest revision as of 05:57, 4 October 2024
English (LSJ)
τά, inwards, entrails, Hom., always in acc., as Od.9.293, exc. dat. ἔγκασι in Il.11.438; ἐν ἔγκασιν ᾅδου AP15.40.42 (Comet.): later, nom. sg. ἔγκατον LXX 3 Ki.17.22, Luc. Lex.3.
Spanish (DGE)
(ἔγκᾰτα) -ων, τά
• Alolema(s): sg. ἔγκατον Luc.Lex.3; lacon. ἔγκυτον Hsch.
• Morfología: [dat. ἔγκασι Il.11.438, pero ἐγκάτοις LXX Ps.50.12, ἐγκάτοισι Anon. en Sud.s.u. φλυδούμενος]
entrañas ἔ. τε σάρκας τε καὶ ὄστεα μυελόεντα Od.9.293, αἷμα καὶ ἔ. Il.11.176, 438, 17.64, cf. 18.583, Od.12.363, ἔ. πίονα ... κατέθηκε Hes.Th.538, ἔ. δ' εἴσω χαλκὸς ἄφαρ διέχευεν Theoc.22.202, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου LXX l.c., τὰ ἔ. ἐξαιρῶν Luc.Sacr.13, ὑπὸ τῶν βοείων ἐγκάτων ἐφυσήθη Babr.34.5, τοῦ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον Luc.Lex.l.c., προφήτης ἐγκάτοισι φλυδούμενος Anon. en Sud.l.c., ἔ. ἰχθύων Gp.20.46.1
•fig. ἐν ἔγκασιν ... ᾍδου AP 15.40.42 (Cometas).
German (Pape)
[Seite 705] τά, (im Bauche) das Innere, die Eingeweide; Hom., der außer nom. u. acc. den dat. ἔγκασι hat, Il. 11, 438; vgl. ἐν ἔγκασι φιλεῖν Comet. (XV, 40. 42). Ein nom. sing. ἔγκατον steht Luc. Lexiph. 3 u. LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκᾰτα: τά, (ἐν) τὰ ἐσωτερικά, τὰ «σωτικά», τὰ ἐντόσθια, τὰ ἄλλως ἔντερα, Λατ. intestina, Ὅμ., ἀείποτε κατ’ αἰτ. πλὴν τῆς δοτ. ἔγκασι ἐν Ἰλ. Λ. 438· ― ἑν. ὀνομ. ἔγκατον ἐν Λουκ. Λεξιφ. 3.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
τα (AM ἔγκατα)
τα πιο βαθιά μέρη («τα έγκατα της γης»)
αρχ.
τα εντόσθια, τα έντερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι προήλθε από επίθ. έγκατος «εσωτερικός» κι αυτό από την πρόθεση εν (πρβλ. έσχατος από εξ), οπότε η ομηρική δοτ. έγκασι αποτελεί νεώτερο σχηματισμό, ως ετερόκλιτη (πρβλ. γούνασι)].
Greek Monotonic
ἔγκᾰτα: τά, δοτ. ἔγκᾰσι (ἐν), τα εσωτερικά, σωθικά, εντόσθια, Λατ. intestina, σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. pl.
Meaning: intestines (Il.)
Other forms: Dat. pl. ἔγκασι (Λ 438); backformation later sing. ἔγκατον (LXX, Luk.)
Derivatives: ἐγκατόεις containing intestines (Nic.), ἐγκατώδης like intestines (sch.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Uncertain. Leumann Hom. Wörter 158 n. 1 derives it from *ἔγκατος interior, from ἐν like ἔσχατος from ἐξ; ἔγκασι then innovation after γούνασι a. o. - Lac. ἔγκυτον ἔγκατον H. folketymological after κύτος skin, trunk, body.
Middle Liddell
ἔγκᾰτα, τά, [ἐν]
the inwards, entrails, bowels, Lat. intestina, Hom.
Frisk Etymology German
ἔγκατα: {égkata}
Forms: Dat. pl. ἔγκασι (Λ 438); durch Rückbildung später Sing. ἔγκατον (LXX, Luk.)
Grammar: n. pl.,
Meaning: Eingeweide (seit Il.)
Derivative: Davon ἐγκατόεις Eingeweide enthaltend (Nik.), ἐγκατώδης eingeweideähnlich (Sch.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Nach Leumann Hom. Wörter 158 A. 1 von *ἔγκατος interior, Ableitung von ἐν wie ἔσχατος von ἐξ; ἔγκασι wäre dann Neubildung nach γούνασι u. a. — Lak. ἔγκυτον· ἔγκατον H. erklärt sich am einfachsten als volksetymologische Umbildung nach κύτος Haut, Rumpf, Leib (υ nicht aus idg. n̥ mit Schwyzer 352).
Page 1,438
Translations
entrails
Afrikaans: ingewande; Arabic: فَرَث; Armenian: փորոտիք; Basque: errai; Bulgarian: въ́трешности; Czech: vnitřnosti; Dutch: ingewanden; Even: эмдэ; Finnish: sisälmykset, sisäelimet; French: entrailles; Galician: entrañas; German: Eingeweide; Greek: σπλάγχνα, σωθικά; Ancient Greek: ἀκρῷα, ἔγκατα, ἐγκοίλια, ἔνδινα, ἐνδόσθια, ἐνδοσθίδια, ἔντερα, ἐντόσθια, ἐντοσθίδια, ἐξαιρέσεις, ἐριθάκη, νήδυια, σπλάγχνα; Guaraní: py'a; Hindi: ओझ; Irish: abach; Italian: interiora, frattaglie, rigaglie, entraglie; Macedonian: утроба; Maori: whēkau; Mbyá Guaraní: py'a; Mongolian: хэвлий; Norwegian: innvoller; Nuosu: ꃶ; Persian: امعا و احشا, دل و روده; Polish: bebechy, wątpia, wnętrzności; Portuguese: entranhas; Romanian: mațe; Russian: внутренности; Slovak: útroba; Spanish: entrañas; Swedish: inälvor; Ukrainian: внутрощі