ἑτερόρροπος: Difference between revisions
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
lsj>Spiros mNo edit summary |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
Latest revision as of 11:01, 9 October 2024
English (LSJ)
ἑτερόρροπον,
A inclined to one side, ἡ κλῖμαξ ἑτερόρροπος ἐπὶ γῆν ἀφίξεται will come down on one corner, unevenly, Hp.Art.43; ἑτερόρροπα ἐπάρματα swellings on one side, Id.Epid.1.1; φλεγμοναί ibid.; τὰ ἑτερόρροπα, of crippled limbs, Id.Off.23.
2 inclining to one side or the other, θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα gifts that may prove either good or evil, Rhian.1.2.
II Adv. ἑτερορρόπως Poll.4.172, Gal.8.430, Aspasia ap.Aët.16.72.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui incline d'un côté ; qui se produit d'un côté;
2 qui incline d'un côté comme de l'autre.
Étymologie: ἕτερος, ῥέπω.
German (Pape)
sich auf die eine von beiden Seiten hinneigend, eigtl. von der Wagschale, hinhangend, Hippocr., bei dem z.B. Kranke, welche über die Krisis hinaus entweder auf dem Wege zur Besserung od. zum Tode sind, κάμνοντες ἑτερορρεπεῖς heißen; δῶρα θεῶν ἑτερ., Geschenke, die sowohl zum Wohl als zum Weh ausschlagen können, Rhian. 1.2. Von einem ungerechten Richter, der für Einen Partei nimmt, Poll. 8.12.
• Adv., Poll. 4.172 und andere Spätere
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόρροπος: -ον, (ὡσαύτως η, ον, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 939, ἀλλὰ πιθ. ἐσφαλμένως), ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἐπὶ τῆς πλάστιγγος, ἑτ. ἐπὶ γῆν ἀφικέσθαι Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808· ἑτ. ἐπάρματα, οἰδήματα κατὰ τὸ ἕτερον μέρος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938· ἐπὶ πεπηρωμένων μελῶν, ὁ αὐτ. περὶ Ἰητρεῖον 748· θεῶν ἑτ. δῶρα, δῶρα ἅπερ δυνατὸν νὰ ἀποβῶσι καλὰ ἢ κακά, Ριαν. παρὰ Στοβ. 54. 4. Ἐπίρρ. -πως, Πολυδ. Η΄, 13.
Greek Monolingual
-ο (Α ἑτερόρροπος, -ον)
1. ετερορρεπής
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε κακό («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτερόρροπα
τα ακρωτηριασμένα μέλη
3. φρ. «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» — οιδήματα που παρουσιάζονται στο άλλο μέρος.
επίρρ...
ετερορρόπως και ετερόρροπα (ΑΜ ἑτερορρόπως)
ετερορρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ροπος (< ροπή), πρβλ. αμφίρροπος, αντίρροπος].