συγκοιμάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> συγκοιμήσομαι, <i>pf.</i> συγκεκοίμημαι;<br />[[coucher avec]], [[τινι]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], κοιμάομαι.
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> συγκοιμήσομαι, <i>pf.</i> συγκεκοίμημαι;<br />[[coucher avec]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], κοιμάομαι.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Latest revision as of 17:01, 5 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοιμάομαι Medium diacritics: συγκοιμάομαι Low diacritics: συγκοιμάομαι Capitals: ΣΥΓΚΟΙΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: synkoimáomai Transliteration B: synkoimaomai Transliteration C: sygkoimaomai Beta Code: sugkoima/omai

English (LSJ)

Pass.,
A sleep with, lie with, of the man, τινι Hdt.3.69, Lys.Fr.4; of the woman, A.Ag.1258, S.El.274, E.Ph.54; of an infant, συγκοιμάσθω τὸ βρέφος αὐτῇ Sor.1.106: abs., to be bedfellows, of children, Arr.Epict.2.22.13.
II metaph., σ. τοῖς πράγμασι, of an historian, Plb.12.26D.3; τῷ Ὀρέστῃ συγκεκοίμημαι D.C.60.28.

German (Pape)

[Seite 968] dep. pass., zusammenliegen, -schlafen; δίπους λέαινα συγκοιμωμένη λύκῳ, Aesch. Ag. 1231; vgl. Soph. El. 266; παιδί, Eur. Phoen. 54; γυναικί, Her. 3, 69; Plut. Aristia. et Cat. 6, auch Luc. 6 auch Luc.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
f. συγκοιμήσομαι, pf. συγκεκοίμημαι;
coucher avec, τινι.
Étymologie: σύν, κοιμάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κοιμάομαι [σύν, κοιμάω] slapen met, naar bed gaan met, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συγκοιμάομαι: возлежать вместе, разделять ложе (τινι Her., Trag., Arst., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκοιμάομαι: παθ., μετὰ μέλλ. -ήσομαι, πρκμ. -κεκοίμημαι, κοιμῶμαι ὁμοῦ μετά τινος, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, σ. γυναικὶ Ἡρόδ. 3. 69, Λυσί. παρ’ Ἀθην. 535Α˙ ἐπὶ τῆς γυναικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1258, Σοφ. Ἠλ. 274, Εὐρ. Φοίν. 54, κλπ.˙ ― ἀπολ., μετέχω τῆς αὐτῆς κλίνης, ἐπὶ τέκνου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 13. ΙΙ. μεταφ., σ. τοῖς πράγμασι, ἐπὶ ἱστοριογράφου, rebus gestis indormire, Πολυβ. Ἐκλ. Βατ. σ. 401.

Greek Monotonic

συγκοιμάομαι: Παθ., με μέλ. -ήσομαι, παρακ. -κεκοίμημαι· κοιμάμαι μαζί, πλαγιάζω με κάποιον, με δοτ., σε Ηρόδ., Τραγ.

Middle Liddell

Pass., with fut. -ήσομαι perf. -κεκοίμημαι
to sleep with, lie with another, c. dat., Hdt., Trag.