ἐπιστατικός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epistatikos
|Transliteration C=epistatikos
|Beta Code=e)pistatiko/s
|Beta Code=e)pistatiko/s
|Definition=ἐπιστατική, ἐπιστατικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of government]] or [[for government]]: ἡ [[ἐπιστατική]] (''[[sc.]]'' [[ἐπιστήμη]]) [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 292b, 308e; δυνάμεις ἐ. τῆς φύσεως Iamb. ''Myst.''2.1.<br><span class="bld">2</span>. concerning an [[ἐπιστάτης]], γραφή Arist.''Ath.''59.2.<br><span class="bld">b</span>. [[ἐπιστατικόν]], τό, [[tax]] levied for the support of an ἐ., ''BGU''337.2 (iii A.D.); ἐ. ἱερέων ''PFay.''42 (a) ii8 (ii A.D.).<br><span class="bld">3</span>. [[careful]], [[attentive]], Syrian. ''in Metaph.''13.6. Adv. [[ἐπιστατικῶς]] = [[carefully]], ib.6.6, S.E.''M.''7.182.<br><span class="bld">4</span>. <b class="b3">ἐ. πρός τι</b> [[giving]] an [[impulse]] towards, Phld.''Mus.''p.84K.<br><span class="bld">5</span>. [[scientific]], [[κατάλημμα]] D.L.7.45.<br><span class="bld">II</span>. [[steady]], [[calm]], Aët.6.8. Adv. [[ἐπιστατικῶς]] = [[calmly]], ''Glossaria'' on [[ἐπισταδόν]], Sch.A.R.2.84.
|Definition=ἐπιστατική, ἐπιστατικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of government]] or [[for government]]: ἡ [[ἐπιστατική]] (''[[sc.]]'' [[ἐπιστήμη]]) [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 292b, 308e; δυνάμεις ἐπιστατικαὶ τῆς φύσεως Iamb. ''Myst.''2.1.<br><span class="bld">2</span>. concerning an [[ἐπιστάτης]], γραφή Arist.''Ath.''59.2.<br><span class="bld">b</span>. [[ἐπιστατικόν]], τό, [[tax]] levied for the support of an ἐ., ''BGU''337.2 (iii A.D.); ἐ. ἱερέων ''PFay.''42 (a) ii8 (ii A.D.).<br><span class="bld">3</span>. [[careful]], [[attentive]], Syrian. ''in Metaph.''13.6. Adv. [[ἐπιστατικῶς]] = [[carefully]], ib.6.6, S.E.''M.''7.182.<br><span class="bld">4</span>. <b class="b3">ἐπιστατικὸς πρός τι</b> [[giving]] an [[impulse]] towards, Phld.''Mus.''p.84K.<br><span class="bld">5</span>. [[scientific]], [[κατάλημμα]] D.L.7.45.<br><span class="bld">II</span>. [[steady]], [[calm]], Aët.6.8. Adv. [[ἐπιστατικῶς]] = [[steadily]], [[calmly]], ''Glossaria'' on [[ἐπισταδόν]], Sch.A.R.2.84.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:34, 31 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστᾰτικός Medium diacritics: ἐπιστατικός Low diacritics: επιστατικός Capitals: ΕΠΙΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epistatikós Transliteration B: epistatikos Transliteration C: epistatikos Beta Code: e)pistatiko/s

English (LSJ)

ἐπιστατική, ἐπιστατικόν,
A of government or for government: ἡ ἐπιστατική (sc. ἐπιστήμη) Pl.Plt. 292b, 308e; δυνάμεις ἐπιστατικαὶ τῆς φύσεως Iamb. Myst.2.1.
2. concerning an ἐπιστάτης, γραφή Arist.Ath.59.2.
b. ἐπιστατικόν, τό, tax levied for the support of an ἐ., BGU337.2 (iii A.D.); ἐ. ἱερέων PFay.42 (a) ii8 (ii A.D.).
3. careful, attentive, Syrian. in Metaph.13.6. Adv. ἐπιστατικῶς = carefully, ib.6.6, S.E.M.7.182.
4. ἐπιστατικὸς πρός τι giving an impulse towards, Phld.Mus.p.84K.
5. scientific, κατάλημμα D.L.7.45.
II. steady, calm, Aët.6.8. Adv. ἐπιστατικῶς = steadily, calmly, Glossaria on ἐπισταδόν, Sch.A.R.2.84.

German (Pape)

[Seite 983] ή, όν, zum Aufseher gehörig, die Aufsicht betreffend, ἡ ἐπιστατική, sc. τέχνη, die Kunst, die Aufsicht zu führen, Plat. Polit. 292 b 308 e u. Sp.; – feststehend, fest, κατάλημμα D. L. 7, 45. – Adv., Schol. Ap. Rh. 2, 84; wobei verweilend, genau, S. Emp. adv. log. 1, 182.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστᾰτικός:
1 касающийся управления, связанный с надзором (τέχνη Plat.);
2 устойчивый, прочный (κατάλημμα Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς τὸ ἐπιστατεῖν, ἡ ἐπιστατικὴ (ἐξυπακ. ἐπιστήμη), Πλάτ. Πολιτικ. 292Β, 308Ε. ΙΙ. ἑδραῖος, ἀμετακίνητος, Διογ. Λ. 7. 45. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἀμετακινήτως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 84 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐπισταδόν· ἐπιμελῶς, μετὰ προσοχῆς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 182.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιστατικός, -ή, -όν) επιστάτης
νεοελλ.
φρ. «επιστατικός κληρονομικός χαρακτήρας» — τα γονίδια που επικρατούν έναντι τών άλλων και δίνουν στον οργανισμό τις ιδιότητές τους
αρχ.-μσν.
ικανός ή κατάλληλος να επιστατεί
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιστατικόν
η συστατική επιστολή
αρχ.
1. στερεός, αμετακίνητος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπιστατική
η τέχνη να επιστατεί κανείς.
επίρρ...
ἐπιστατικῶς
αρχ.
1. σταθερά, αμετακίνητα
2. προσεκτικά, με επιμέλεια.