περιαγής: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(13_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periagis
|Transliteration C=periagis
|Beta Code=periagh/s
|Beta Code=periagh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">broken in pieces</b>, αἰγανέαι <span class="title">AP</span>6.163 (Mel.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[περιηγής]] (q. v.), <b class="b2">round</b>, <b class="b3">τρύπανον</b> ib.<span class="bibl">204</span> (Leon.); σχῆμα π. ὡς κύρτου Plu.2.494b ; ὅλμος Androm. ap. Gal.14.38 ; of the <b class="b2">rounded</b> front of the vertebrae, Ruf. <span class="title">Oss.</span>24. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">bent</b>, opp. <b class="b3">εὐθύς</b>, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>52.32</span>, <span class="bibl">62.8</span>; <b class="b3">π. ἠρέμα χωρίον</b> gently <b class="b2">curving</b>, <span class="bibl">Dion.Byz.28</span>, cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">in Harm.</span>p.21</span> D.</span>
|Definition=περιαγές,<br><span class="bld">A</span> [[broken in pieces]], αἰγανέαι ''AP''6.163 (Mel.).<br><span class="bld">II</span> = [[περιηγής]] ([[quod vide|q.v.]]), [[round]], [[τρύπανον]] ib.204 (Leon.); σχῆμα π. ὡς κύρτου Plu.2.494b; ὅλμος Androm. ap. Gal.14.38; of the [[rounded]] front of the vertebrae, Ruf. ''Oss.''24.<br><span class="bld">2</span> [[bent]], opp. [[εὐθύς]], Ph.''Bel.''52.32, 62.8; <b class="b3">π. ἠρέμα χωρίον</b> gently [[curving]], Dion.Byz.28, cf. Porph.''in Harm.''p.21 D.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0567.png Seite 567]] ές, umgebogen oder zerbrochen; αἰγανέαι, Mel. 115 (VI, 163); [[τρύπανον]] περιαγές, bei Leon. Tar. 28 (VI, 204), dor. für περιηγές, der herumgedreht wird, d. h. rund; Conj. Reiske's bei Plut. de Pyth. or. 21: ἐν κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι, vgl. de amor. prol. 2, τὸ μὲν [[σχῆμα]] περιαγὲς ὡς ἁλιευτικοῦ κύρτου.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0567.png Seite 567]] ές, umgebogen oder zerbrochen; αἰγανέαι, Mel. 115 (VI, 163); [[τρύπανον]] περιαγές, bei Leon. Tar. 28 (VI, 204), dor. für περιηγές, der herumgedreht wird, d. h. rund; Conj. Reiske's bei Plut. de Pyth. or. 21: ἐν κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι, vgl. de amor. prol. 2, τὸ μὲν [[σχῆμα]] περιαγὲς ὡς ἁλιευτικοῦ κύρτου.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[arrondi]];<br /><b>2</b> [[recourbé]], [[convexe]].<br />'''Étymologie:''' [[περιάγνυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=περιᾱγής -ές [περιάγνυμι] in stukken gebroken:. αἰγανέαι περιαγέες gebroken werpspiezen AP 6.163.2.<br />περιᾱγής -ές [περιάγω] ronddraaiend:. περιαγὲς τρύπανον draaiende boor AP 6.204.3.
}}
{{elru
|elrutext='''περιᾱγής:'''<br /><b class="num">1</b> [[сломанный на куски]] (αἰγανέαι Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[изогнутый]] ([[τρύπανον]] Anth.);<br /><b class="num">3</b> [[выгнутый]], [[выпуклый]] ([[κάτοπτρον]] Plut.).
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α [[περιάγνυμι]]<br /><b>1.</b> ο [[σπασμένος]] σε κομμάτια<br /><b>2.</b> [[στρογγυλός]] («τὸ μὲν [[σχῆμα]] περιαγὲς ὡς ἁλιευτικού κύρτου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κυρτός]] («κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> ο κεκαμμένος, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[ευθύ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιᾱγής:''' -ές ([[περιάγνυμι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[σπασμένος]] σε κομμάτια, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> = [[περιηγής]], αρκετά [[στρογγυλός]], στο ίδ.
}}
{{ls
|lstext='''περιᾱγής''': -ές, ([[περιάγνυμι]]) ὁ εἰς τεμάχια τεθραυσμένος, αἱγανέαι περιαγέες, ἀκόντια συντετριμμένα, Ἀνθ. Π. 6. 163. ΙΙ. = [[περιηγής]] (ὃ ἴδε), [[περιφερής]], [[στρογγύλος]], [[τρύπανον]] περιαγὲς [[αὐτόθι]] 204· ἐπὶ δικτύου, Πλούτ. 2. 494Β· [[κυρτός]], ἐπὶ κατόπτρου, κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι [[αὐτόθι]] 404C ([[οὕτως]] ὁ Reisk ἀντὶ περιαυγέσι). - Ἴδε Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ´, σ. 539, 596-7.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περιᾱγής, ές [[περιάγνυμι]]<br /><b class="num">I.</b> [[broken]] in pieces, Anth.<br /><b class="num">II.</b> = [[περιηγής]], [[quite]] [[round]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιᾱγής Medium diacritics: περιαγής Low diacritics: περιαγής Capitals: ΠΕΡΙΑΓΗΣ
Transliteration A: periagḗs Transliteration B: periagēs Transliteration C: periagis Beta Code: periagh/s

English (LSJ)

περιαγές,
A broken in pieces, αἰγανέαι AP6.163 (Mel.).
II = περιηγής (q.v.), round, τρύπανον ib.204 (Leon.); σχῆμα π. ὡς κύρτου Plu.2.494b; ὅλμος Androm. ap. Gal.14.38; of the rounded front of the vertebrae, Ruf. Oss.24.
2 bent, opp. εὐθύς, Ph.Bel.52.32, 62.8; π. ἠρέμα χωρίον gently curving, Dion.Byz.28, cf. Porph.in Harm.p.21 D.

German (Pape)

[Seite 567] ές, umgebogen oder zerbrochen; αἰγανέαι, Mel. 115 (VI, 163); τρύπανον περιαγές, bei Leon. Tar. 28 (VI, 204), dor. für περιηγές, der herumgedreht wird, d. h. rund; Conj. Reiske's bei Plut. de Pyth. or. 21: ἐν κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι, vgl. de amor. prol. 2, τὸ μὲν σχῆμα περιαγὲς ὡς ἁλιευτικοῦ κύρτου.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 arrondi;
2 recourbé, convexe.
Étymologie: περιάγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιᾱγής -ές [περιάγνυμι] in stukken gebroken:. αἰγανέαι περιαγέες gebroken werpspiezen AP 6.163.2.
περιᾱγής -ές [περιάγω] ronddraaiend:. περιαγὲς τρύπανον draaiende boor AP 6.204.3.

Russian (Dvoretsky)

περιᾱγής:
1 сломанный на куски (αἰγανέαι Anth.);
2 изогнутый (τρύπανον Anth.);
3 выгнутый, выпуклый (κάτοπτρον Plut.).

Greek Monolingual

-ές, Α περιάγνυμι
1. ο σπασμένος σε κομμάτια
2. στρογγυλός («τὸ μὲν σχῆμα περιαγὲς ὡς ἁλιευτικού κύρτου», Πλούτ.)
3. κυρτός («κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι», Πλούτ.)
4. ο κεκαμμένος, σε αντιδιαστολή προς τον ευθύ.

Greek Monotonic

περιᾱγής: -ές (περιάγνυμι
I. σπασμένος σε κομμάτια, σε Ανθ.
II. = περιηγής, αρκετά στρογγυλός, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιᾱγής: -ές, (περιάγνυμι) ὁ εἰς τεμάχια τεθραυσμένος, αἱγανέαι περιαγέες, ἀκόντια συντετριμμένα, Ἀνθ. Π. 6. 163. ΙΙ. = περιηγής (ὃ ἴδε), περιφερής, στρογγύλος, τρύπανον περιαγὲς αὐτόθι 204· ἐπὶ δικτύου, Πλούτ. 2. 494Β· κυρτός, ἐπὶ κατόπτρου, κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι αὐτόθι 404C (οὕτως ὁ Reisk ἀντὶ περιαυγέσι). - Ἴδε Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ´, σ. 539, 596-7.

Middle Liddell

περιᾱγής, ές περιάγνυμι
I. broken in pieces, Anth.
II. = περιηγής, quite round, Anth.