μετοίκιον: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
(13_6b)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metoikion
|Transliteration C=metoikion
|Beta Code=metoi/kion
|Beta Code=metoi/kion
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tax paid by the</b> <b class="b3">μέτοικοι</b> at Athens, <span class="bibl">Eub.87</span>, <span class="bibl">Men.35</span>, <span class="bibl">Is.<span class="title">Fr.</span>45</span>; <b class="b3">μ. κατατιθέναι</b> pay <b class="b2">it</b>, <span class="bibl">Lys.31.9</span>; μ. τέθηκεν <span class="bibl">D.29.3</span>; τελεῖν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>850b</span>, etc.; προσφέρειν <span class="bibl">X.<span class="title">Vect.</span>2.1</span>; καταβάλλειν <span class="bibl">Luc. <span class="title">Deor.Conc.</span>3</span>; <b class="b2">similar tax paid by freedmen</b>, <span class="bibl">Aristomen.16</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">μετοίκια, τά,</b> = [[συνοίκια]] (q. v.), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Thes.</span>24</span>.</span>
|Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[tax paid by the]] [[μέτοικοι]] at Athens, Eub.87, Men.35, Is.''Fr.''45; <b class="b3">μ. κατατιθέναι</b> pay [[it]], Lys.31.9; μ. τέθηκεν D.29.3; τελεῖν [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''850b, etc.; προσφέρειν X.''Vect.''2.1; καταβάλλειν Luc. ''Deor.Conc.''3; [[similar tax paid by freedmen]], Aristomen.16.<br><span class="bld">II</span> [[μετοίκια]], τά, = [[συνοίκια]] ([[quod vide|q.v.]]), Plu.''Thes.''24.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0161.png Seite 161]] τό, das Schutzgeld, welches der als Schutzgenosse in einem Orte lebende Fremdling zu zahlen hat, in Athen 12 Drachmen; κατατιθέναι, es erlegen, Lys. 31, 9, wie Dem. 57, 55; τελεῖν, Plat. Legg. VIII, 850 b, wie Plut. Phoc. 29; καταβαλεῖν, Luc. Deorum Concil. 2; [[πωλητήριον]] τοῦ μετοικίου, Dem. 25, 57; – τὰ μετοίκια, Plut. Thes. 24, ein zu Athen jährlich im Monat Boedromion gefeiertes Fest zum Andenken der veränderten Wohnsitze, als die bis dahin κατὰ κώμας [[σποράδην]], einzeln auf dem Lande zerstreu't lebenden Bürger durch Theseus in eine Stadtgemeinde zusammengezogen wurden; es hieß auch [[συνοίκια]] u. συνοικέσια.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0161.png Seite 161]] τό, das Schutzgeld, welches der als Schutzgenosse in einem Orte lebende Fremdling zu zahlen hat, in Athen 12 Drachmen; κατατιθέναι, es erlegen, Lys. 31, 9, wie Dem. 57, 55; τελεῖν, Plat. Legg. VIII, 850 b, wie Plut. Phoc. 29; καταβαλεῖν, Luc. Deorum Concil. 2; [[πωλητήριον]] τοῦ μετοικίου, Dem. 25, 57; – τὰ μετοίκια, Plut. Thes. 24, ein zu Athen jährlich im Monat Boedromion gefeiertes Fest zum Andenken der veränderten Wohnsitze, als die bis dahin κατὰ κώμας [[σποράδην]], einzeln auf dem Lande zerstreu't lebenden Bürger durch Theseus in eine Stadtgemeinde zusammengezogen wurden; es hieß auch [[συνοίκια]] u. συνοικέσια.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[taxe de douze drachmes que payaient les étrangers domiciliés à Athènes]];<br /><b>2</b> τὰ μετοίκια, fête à Athènes, dans le mois Boédromion, en souvenir de la réunion des bourgs en une seule cité.<br />'''Étymologie:''' [[μέτοικος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετοίκιον:''' τό [[подушный налог с метэков]] (в Афинах - 12 драхм) Dem., Lys., Luc., Plut.
}}
{{ls
|lstext='''μετοίκιον''': τό, ὁ [[φόρος]] τῶν 12 δραχμῶν ὁ ἀποτινόμενος ὑπὸ τῶν ἐν Ἀθήναις μετοίκων, μ. κατατιθέναι, τελεῖν, ἀποτίνειν, Λυσ. 137. 29· μ. τιθέναι Δημ. 845. 20· τελεῖν Πλάτ. Νόμ. 850Β, κτλ.· προσφέρειν Ξεν. Πόρ. 2, 1· καταβάλλειν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 3· πρβλ. Böckh P. E. 44, κἑξ.· - [[παρόμοιος]] [[φόρος]] τελούμενος ὑπὸ τῶν ἀπελευθέρων, Ἀριστομ. ἐν Ἀδήλ. 3. ΙΙ. μετοίκια, τά, ἡ ἑορτὴ τῆς μετοικίας, = συνοίκια, τά, Πλουτ. Θησ. 24.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετοίκιον]], τὸ (ΑΜ) [[μέτοικος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εγκατάσταση]] στο εξωτερικό, [[αποικισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ετήσιος]] [[φόρος]] [[δώδεκα]] δραχμών που καταβαλλόταν από τους μετοίκους οι οποίοι κατοικούσαν στην Αθήνα<br /><b>2.</b> [[φόρος]] τον οποίο πλήρωναν οι απελεύθεροι<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Μετοίκια</i><br />[[εορτή]] που τελούνταν [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του [[μήνα]] Εκατομβαιώνος [[κάθε]] χρόνο σε [[ανάμνηση]] της συνένωσης από τον Θησέα όλων τών μικρών [[πόλεων]] τών Αθηναίων («ἔθυσε δὲ καὶ Μετοίκια τῇ ἕκτῃ ἐπὶ [[δέκα]] τοῦ Ἑκατομβαιώνος, ἣν ἔτι νῦν θύουσι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετοίκιον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> [[φόρος]] που καταβάλλεται απ' όσους είναι <i>μέτοικοι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> <i>μετοίκια</i>, <i>τά</i>, [[εορτή]] επ' [[ευκαιρία]] του εποικισμού (όταν ο Θησέας ένωσε όλες τις κωμοπόλεις στην πόλη των Αθηνών), σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μετοίκιον]], ου, τό,<br /><b class="num">I.</b> the tax paid by the μέτοικοι, Plat.<br /><b class="num">II.</b> μετοίκια, ων, τά, the [[feast]] of [[migration]], Plut.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[tax on foreigners]], [[tax on resident aliens]]
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοίκιον Medium diacritics: μετοίκιον Low diacritics: μετοίκιον Capitals: ΜΕΤΟΙΚΙΟΝ
Transliteration A: metoíkion Transliteration B: metoikion Transliteration C: metoikion Beta Code: metoi/kion

English (LSJ)

τό,
A tax paid by the μέτοικοι at Athens, Eub.87, Men.35, Is.Fr.45; μ. κατατιθέναι pay it, Lys.31.9; μ. τέθηκεν D.29.3; τελεῖν Pl.Lg.850b, etc.; προσφέρειν X.Vect.2.1; καταβάλλειν Luc. Deor.Conc.3; similar tax paid by freedmen, Aristomen.16.
II μετοίκια, τά, = συνοίκια (q.v.), Plu.Thes.24.

German (Pape)

[Seite 161] τό, das Schutzgeld, welches der als Schutzgenosse in einem Orte lebende Fremdling zu zahlen hat, in Athen 12 Drachmen; κατατιθέναι, es erlegen, Lys. 31, 9, wie Dem. 57, 55; τελεῖν, Plat. Legg. VIII, 850 b, wie Plut. Phoc. 29; καταβαλεῖν, Luc. Deorum Concil. 2; πωλητήριον τοῦ μετοικίου, Dem. 25, 57; – τὰ μετοίκια, Plut. Thes. 24, ein zu Athen jährlich im Monat Boedromion gefeiertes Fest zum Andenken der veränderten Wohnsitze, als die bis dahin κατὰ κώμας σποράδην, einzeln auf dem Lande zerstreu't lebenden Bürger durch Theseus in eine Stadtgemeinde zusammengezogen wurden; es hieß auch συνοίκια u. συνοικέσια.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 taxe de douze drachmes que payaient les étrangers domiciliés à Athènes;
2 τὰ μετοίκια, fête à Athènes, dans le mois Boédromion, en souvenir de la réunion des bourgs en une seule cité.
Étymologie: μέτοικος.

Russian (Dvoretsky)

μετοίκιον: τό подушный налог с метэков (в Афинах - 12 драхм) Dem., Lys., Luc., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μετοίκιον: τό, ὁ φόρος τῶν 12 δραχμῶν ὁ ἀποτινόμενος ὑπὸ τῶν ἐν Ἀθήναις μετοίκων, μ. κατατιθέναι, τελεῖν, ἀποτίνειν, Λυσ. 137. 29· μ. τιθέναι Δημ. 845. 20· τελεῖν Πλάτ. Νόμ. 850Β, κτλ.· προσφέρειν Ξεν. Πόρ. 2, 1· καταβάλλειν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 3· πρβλ. Böckh P. E. 44, κἑξ.· - παρόμοιος φόρος τελούμενος ὑπὸ τῶν ἀπελευθέρων, Ἀριστομ. ἐν Ἀδήλ. 3. ΙΙ. μετοίκια, τά, ἡ ἑορτὴ τῆς μετοικίας, = συνοίκια, τά, Πλουτ. Θησ. 24.

Greek Monolingual

μετοίκιον, τὸ (ΑΜ) μέτοικος
μσν.
εγκατάσταση στο εξωτερικό, αποικισμός
αρχ.
1. ετήσιος φόρος δώδεκα δραχμών που καταβαλλόταν από τους μετοίκους οι οποίοι κατοικούσαν στην Αθήνα
2. φόρος τον οποίο πλήρωναν οι απελεύθεροι
3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Μετοίκια
εορτή που τελούνταν κατά τη διάρκεια του μήνα Εκατομβαιώνος κάθε χρόνο σε ανάμνηση της συνένωσης από τον Θησέα όλων τών μικρών πόλεων τών Αθηναίων («ἔθυσε δὲ καὶ Μετοίκια τῇ ἕκτῃ ἐπὶ δέκα τοῦ Ἑκατομβαιώνος, ἣν ἔτι νῦν θύουσι», Πλούτ.).

Greek Monotonic

μετοίκιον: τό,
I. φόρος που καταβάλλεται απ' όσους είναι μέτοικοι, σε Πλάτ.
II. μετοίκια, τά, εορτή επ' ευκαιρία του εποικισμού (όταν ο Θησέας ένωσε όλες τις κωμοπόλεις στην πόλη των Αθηνών), σε Πλούτ.

Middle Liddell

μετοίκιον, ου, τό,
I. the tax paid by the μέτοικοι, Plat.
II. μετοίκια, ων, τά, the feast of migration, Plut.

English (Woodhouse)

tax on foreigners, tax on resident aliens

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)