κήλησις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(13_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kilisis
|Transliteration C=kilisis
|Beta Code=kh/lhsis
|Beta Code=kh/lhsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bewitching, charming</b>, <b class="b3">ἔχεων, νόσων</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span> 290a</span>: <b class="b2">enchantment</b> by eloquence, <b class="b3">δικαστῶν κ. τε καὶ παραμυθία</b> ibid.; by music and sweet sounds, <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>601b</span>, <span class="title">Stoic.</span>3.97.</span>
|Definition=-εως, ἡ, [[bewitching]], [[charming]], [[ἔχεων]], [[νόσων]], Pl.''Euthd.'' 290a: [[enchantment]] by eloquence, <b class="b3">δικαστῶν κ. τε καὶ παραμυθία</b> ibid.; by music and sweet sounds, Id.''R.''601b, ''Stoic.''3.97.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1431.png Seite 1431]] ἡ, das Bezaubern, Beschwichtigen, ἔχεων καὶ νόσων Plat. Euthyd. 290 a; Ergötzen, Täuschen, καὶ παραμύθια Plat. a. a. O., vgl. Rep. X, 601 b; Sp., μελῶν εὐρυθμίᾳ καὶ κηλήσει Luc. salt. 72.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1431.png Seite 1431]] ἡ, das Bezaubern, Beschwichtigen, ἔχεων καὶ νόσων Plat. Euthyd. 290 a; Ergötzen, Täuschen, καὶ παραμύθια Plat. a. a. O., vgl. Rep. X, 601 b; Sp., μελῶν εὐρυθμίᾳ καὶ κηλήσει Luc. salt. 72.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />charme (de la musique, de la parole, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[κηλέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κήλησις -εως, ἡ [κηλέω] [[betovering]], [[misleiding]].
}}
{{elru
|elrutext='''κήλησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[завораживание]], [[заклинание]] (τῶν θηρίων τε καὶ νόσων Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[чарующая сила]], [[очарование]] (δικαστῶν Plat.; [[μελῶν]] Luc.; [[ἀπάτη]] καὶ κ. Plut.).
}}
{{grml
|mltxt=[[κήλησις]], ἡ (Α) [[κηλώ]]<br /><b>1.</b> [[κατάθελξη]], γοήτευση, καταμάγευση με ξόρκια («θηρίων τε καὶ νόσων [[κήλησις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> γοήτευση από ρητορικό λόγο ή από [[μουσική]] και ευχάριστους ήχους («δικαστῶν και ἐκκλησιαστῶν καὶ τῶν ἄλλων ὄχλων [[κήλησις]]», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κήλησις:''' -εως, ἡ, καταγοήτευση, [[μαγεία]], [[σαγήνη]], [[ελκυστικότητα]], σε Πλάτ.
}}
{{ls
|lstext='''κήλησις''': -εως, ἡ, [[κατάθελξις]], καταμάγευσις δι’ ἐπῳδῶν, ἔχεων καὶ νόσων Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α· ἐκ μεταφορᾶς ἐπὶ τῆς διὰ ῥητορικοῦ λόγου καταθέλξεως, δικαστῶν κ. τε καὶ [[παραμυθία]] αὐτόθ:· διὰ μουσικῆς καὶ ἡδέων ἤχων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 601Β, Στωϊκ. παρὰ Πλουτ. 2. 710C, Διογ. Λ. 7. 114.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κήλησις]], εως [[κηλέω]]<br />an [[enchanting]], [[fascination]], Plat.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[appeasing]], [[enchantment]], [[soothing]], [[act of bewitching]], [[act of enchanting]], [[soothing enchantment]]
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήλησις Medium diacritics: κήλησις Low diacritics: κήλησις Capitals: ΚΗΛΗΣΙΣ
Transliteration A: kḗlēsis Transliteration B: kēlēsis Transliteration C: kilisis Beta Code: kh/lhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, bewitching, charming, ἔχεων, νόσων, Pl.Euthd. 290a: enchantment by eloquence, δικαστῶν κ. τε καὶ παραμυθία ibid.; by music and sweet sounds, Id.R.601b, Stoic.3.97.

German (Pape)

[Seite 1431] ἡ, das Bezaubern, Beschwichtigen, ἔχεων καὶ νόσων Plat. Euthyd. 290 a; Ergötzen, Täuschen, καὶ παραμύθια Plat. a. a. O., vgl. Rep. X, 601 b; Sp., μελῶν εὐρυθμίᾳ καὶ κηλήσει Luc. salt. 72.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
charme (de la musique, de la parole, etc.).
Étymologie: κηλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κήλησις -εως, ἡ [κηλέω] betovering, misleiding.

Russian (Dvoretsky)

κήλησις: εως ἡ
1 завораживание, заклинание (τῶν θηρίων τε καὶ νόσων Plat.);
2 чарующая сила, очарование (δικαστῶν Plat.; μελῶν Luc.; ἀπάτη καὶ κ. Plut.).

Greek Monolingual

κήλησις, ἡ (Α) κηλώ
1. κατάθελξη, γοήτευση, καταμάγευση με ξόρκια («θηρίων τε καὶ νόσων κήλησις», Πλάτ.)
2. μτφ. γοήτευση από ρητορικό λόγο ή από μουσική και ευχάριστους ήχους («δικαστῶν και ἐκκλησιαστῶν καὶ τῶν ἄλλων ὄχλων κήλησις», Πλάτ.).

Greek Monotonic

κήλησις: -εως, ἡ, καταγοήτευση, μαγεία, σαγήνη, ελκυστικότητα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κήλησις: -εως, ἡ, κατάθελξις, καταμάγευσις δι’ ἐπῳδῶν, ἔχεων καὶ νόσων Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α· ἐκ μεταφορᾶς ἐπὶ τῆς διὰ ῥητορικοῦ λόγου καταθέλξεως, δικαστῶν κ. τε καὶ παραμυθία αὐτόθ:· διὰ μουσικῆς καὶ ἡδέων ἤχων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 601Β, Στωϊκ. παρὰ Πλουτ. 2. 710C, Διογ. Λ. 7. 114.

Middle Liddell

κήλησις, εως κηλέω
an enchanting, fascination, Plat.

English (Woodhouse)

appeasing, enchantment, soothing, act of bewitching, act of enchanting, soothing enchantment

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)