δηξίθυμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
(c2)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diksithymos
|Transliteration C=diksithymos
|Beta Code=dhci/qumos
|Beta Code=dhci/qumos
|Definition=[ῐ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[δακέθυμος]], ἔρωτος ἄνθος <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>743</span> (lyr.); comically, δ. ὀξάλμη <span class="bibl">Sopat.21</span>.</span>
|Definition=[ῐ], ον, = [[δακέθυμος]], ἔρωτος ἄνθος [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''743 (lyr.); comically, δ. ὀξάλμη Sopat.21.
}}
{{DGE
|dgtxt=(δηξίθῡμος) -ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[que muerde el alma]], [[que roe el corazón]] ἔρωτος [[ἄνθος]] A.<i>A</i>.743, cf. Eust.1506.64<br /><b class="num">•</b>paród. [[que devora el estómago]], [[picante]] ὀξάλμη Sopat.21.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0567.png Seite 567]] herznagend, ἔρωτος [[ἄνθος]], Aesch. Ag. 722; [[ἅλμη]], heißend, Sopat. bei Ath. III, 101 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0567.png Seite 567]] herznagend, ἔρωτος [[ἄνθος]], Aesch. Ag. 722; [[ἅλμη]], heißend, Sopat. bei Ath. III, 101 b.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ronge, <i>litt.</i> qui mord le cœur.<br />'''Étymologie:''' [[δάκνω]], [[θυμός]].
}}
{{elnl
|elnltext=δηξίθυμος -ον &#91;[[δάκνω]], [[θυμός]]] [[hartverscheurend]].
}}
{{elru
|elrutext='''δηξίθῡμος:''' Aesch. = [[δακέθυμος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[δηξίθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που δαγκώνει, που βασανίζει την [[ψυχή]] («[[δηξίθυμος]] [[ἔρως]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δηξι</i>- <span style="color: red;"><</span> <b>(μέλλ.)</b> <i>δήξομαι</i> του [[δάκνω]] <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]]». Η λ. ανήκει στα [[σύνθετα]] της αρχαίας που ακολουθούν έναν αρχαϊκό σχηματισμό με α' συνθετικό ρηματικό όνομα σε -<i>τι</i> ή -(<i>σ</i>)<i>ι</i>- ([[πρβλ]]. <i>αλεξίκανος</i>, [[δεξίδωρος]], [[τερψίμβροτος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δηξίθῡμος:''' -ον, = <i>δακέ-θυμος</i>, λέγεται για την [[αγάπη]], σε Αισχύλ.
}}
{{ls
|lstext='''δηξίθῡμος''': -ον, = [[δακέθυμος]], [[θυμοδακής]], ὁ τὴν ψυχὴν δάκνων, κατατρώγων, φθείρων, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 744· κωμικῶς, δ. [[ὀξάλμη]] Σώπατ. παρ᾿ Ἀθήν. 101Β.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[δακέθυμος]], of [[love]], Aesch.]
}}
}}

Latest revision as of 21:51, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηξίθῡμος Medium diacritics: δηξίθυμος Low diacritics: δηξίθυμος Capitals: ΔΗΞΙΘΥΜΟΣ
Transliteration A: dēxíthymos Transliteration B: dēxithymos Transliteration C: diksithymos Beta Code: dhci/qumos

English (LSJ)

[ῐ], ον, = δακέθυμος, ἔρωτος ἄνθος A.Ag.743 (lyr.); comically, δ. ὀξάλμη Sopat.21.

Spanish (DGE)

(δηξίθῡμος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que muerde el alma, que roe el corazón ἔρωτος ἄνθος A.A.743, cf. Eust.1506.64
paród. que devora el estómago, picante ὀξάλμη Sopat.21.

German (Pape)

[Seite 567] herznagend, ἔρωτος ἄνθος, Aesch. Ag. 722; ἅλμη, heißend, Sopat. bei Ath. III, 101 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ronge, litt. qui mord le cœur.
Étymologie: δάκνω, θυμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δηξίθυμος -ον [δάκνω, θυμός] hartverscheurend.

Russian (Dvoretsky)

δηξίθῡμος: Aesch. = δακέθυμος.

Greek Monolingual

δηξίθυμος, -ον (Α)
αυτός που δαγκώνει, που βασανίζει την ψυχήδηξίθυμος ἔρως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δηξι- < (μέλλ.) δήξομαι του δάκνω + θυμός «ψυχή». Η λ. ανήκει στα σύνθετα της αρχαίας που ακολουθούν έναν αρχαϊκό σχηματισμό με α' συνθετικό ρηματικό όνομα σε -τι ή -(σ)ι- (πρβλ. αλεξίκανος, δεξίδωρος, τερψίμβροτος)].

Greek Monotonic

δηξίθῡμος: -ον, = δακέ-θυμος, λέγεται για την αγάπη, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

δηξίθῡμος: -ον, = δακέθυμος, θυμοδακής, ὁ τὴν ψυχὴν δάκνων, κατατρώγων, φθείρων, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 744· κωμικῶς, δ. ὀξάλμη Σώπατ. παρ᾿ Ἀθήν. 101Β.

Middle Liddell

= δακέθυμος, of love, Aesch.]