ῥευστός: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(13_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=refstos | |Transliteration C=refstos | ||
|Beta Code=r(eusto/s | |Beta Code=r(eusto/s | ||
|Definition= | |Definition=ῥευστή, ῥευστόν,<br><span class="bld">A</span> [[in a state of flux]], [[flowing]], ἔργα Emp.121.3; ἡ ὕλη Arist.''Fr.''207, S.E.''P.''1.217, Porph.''Antr.''5; of time flowing away, Ath.Mech.3.10.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[fluctuating]], [[unsettled]], οὐσία Plu.2.268d; <b class="b3">ὀλισθηρὰν καὶ ῥ. εἰς ἅπαντα τὴν πολυπραγμοσύνην ποιοῦντες</b> ib.522a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0838.png Seite 838]] geflossen, flüssig, übh. nicht fest, dah. übtr. = in steter Bewegung, schwankend, unbeständig, fluxus; ὀλισθηρὰν καὶ ῥευστὴν εἰς ἅπαντα τὴν πολυπραγμοσύνην ποιεῖν, Plut. de curios. 13; καὶ μεταβλητά, Adv. Colot. 16, öfter; ὕλη, S. Emp. pyrrh. 1, 217. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0838.png Seite 838]] geflossen, flüssig, übh. nicht fest, dah. übtr. = in steter Bewegung, schwankend, unbeständig, fluxus; ὀλισθηρὰν καὶ ῥευστὴν εἰς ἅπαντα τὴν πολυπραγμοσύνην ποιεῖν, Plut. de curios. 13; καὶ μεταβλητά, Adv. Colot. 16, öfter; ὕλη, S. Emp. pyrrh. 1, 217. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui coule ; <i>fig.</i> [[fugitif]], [[inconstant]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ῥέω]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥευστός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να ρέει, που δεν έχει σταθερό [[σχήμα]] ή όγκο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]] («η [[κατάσταση]] στις μέρες μας [[είναι]] ρευστή»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ρευστό</i><br />α) <b>φυσ.</b> συνοπτική [[ονομασία]] τών υγρών ή αέριων σωμάτων, οι δομικές μονάδες τών οποίων έλκονται με χαλαρές, σχετικά, δυνάμεις, με [[συνέπεια]] να [[είναι]] δυνατόν να ολισθαίνουν ελεύθερα η μία σε [[σχέση]] με την [[άλλη]] ή να μετατοπίζονται ανεξάρτητα η μία από την [[άλλη]], [[έτσι]] ώστε τα σώματα αυτά να αποκτούν το [[σχήμα]] του δοχείου που τά περιέχει<br />β) διαθέσιμο [[χρήμα]] σε [[μετρητά]] («η [[έλλειψη]] ρευστού έχει μειώσει την [[κίνηση]] στην [[αγορά]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τέλειο [ή ιδανικό] ρευστό» — ρευστό [[χωρίς]] εσωτερική [[τριβή]]<br />β) «[[μηχανική]] ρευστών» — η [[ρευστομηχανική]]<br />γ) «ιξώδες τών ρευστών» — [[ιδιότητα]] τών ρευστών, [[ιδίως]] τών υγρών, που χαρακτηρίζει τον βαθμό της εσωτερικής τριβής τών μορίων τους<br />(αρχ) (για τον χρόνο) αυτός που μοιάζει να τρέχει, να κυλάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Μτγν. επίθ. σχηματισμένο από την απαθή [[βαθμίδα]] του ρ. <i>ῥέω</i> με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πνευστός]])]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥευστός:''' [adj. verb. к [[ῥέω]] I]<br /><b class="num">1</b> [[текучий]], [[жидкий]] ([[ὕλη]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[изменчивый]], [[непостоянный]] ([[οὐσία]] Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[непоседливый]], [[вечно мечущийся]]: ῥευστὴ εἰς ἅπαντα ἡ [[πολυπραγμοσύνη]] Plut. повсюду мечущаяся суетливость. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ῥευστή, ῥευστόν,
A in a state of flux, flowing, ἔργα Emp.121.3; ἡ ὕλη Arist.Fr.207, S.E.P.1.217, Porph.Antr.5; of time flowing away, Ath.Mech.3.10.
2 metaph., fluctuating, unsettled, οὐσία Plu.2.268d; ὀλισθηρὰν καὶ ῥ. εἰς ἅπαντα τὴν πολυπραγμοσύνην ποιοῦντες ib.522a.
German (Pape)
[Seite 838] geflossen, flüssig, übh. nicht fest, dah. übtr. = in steter Bewegung, schwankend, unbeständig, fluxus; ὀλισθηρὰν καὶ ῥευστὴν εἰς ἅπαντα τὴν πολυπραγμοσύνην ποιεῖν, Plut. de curios. 13; καὶ μεταβλητά, Adv. Colot. 16, öfter; ὕλη, S. Emp. pyrrh. 1, 217.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui coule ; fig. fugitif, inconstant.
Étymologie: adj. verb. de ῥέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥευστός, -ή, -όν, ΝΑ
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ρέει, που δεν έχει σταθερό σχήμα ή όγκο
2. μτφ. ασταθής, ευμετάβλητος («η κατάσταση στις μέρες μας είναι ρευστή»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ρευστό
α) φυσ. συνοπτική ονομασία τών υγρών ή αέριων σωμάτων, οι δομικές μονάδες τών οποίων έλκονται με χαλαρές, σχετικά, δυνάμεις, με συνέπεια να είναι δυνατόν να ολισθαίνουν ελεύθερα η μία σε σχέση με την άλλη ή να μετατοπίζονται ανεξάρτητα η μία από την άλλη, έτσι ώστε τα σώματα αυτά να αποκτούν το σχήμα του δοχείου που τά περιέχει
β) διαθέσιμο χρήμα σε μετρητά («η έλλειψη ρευστού έχει μειώσει την κίνηση στην αγορά»)
2. φρ. α) «τέλειο [ή ιδανικό] ρευστό» — ρευστό χωρίς εσωτερική τριβή
β) «μηχανική ρευστών» — η ρευστομηχανική
γ) «ιξώδες τών ρευστών» — ιδιότητα τών ρευστών, ιδίως τών υγρών, που χαρακτηρίζει τον βαθμό της εσωτερικής τριβής τών μορίων τους
(αρχ) (για τον χρόνο) αυτός που μοιάζει να τρέχει, να κυλάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτγν. επίθ. σχηματισμένο από την απαθή βαθμίδα του ρ. ῥέω με δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. πνευστός)].
Russian (Dvoretsky)
ῥευστός: [adj. verb. к ῥέω I]
1 текучий, жидкий (ὕλη Arst.);
2 изменчивый, непостоянный (οὐσία Plut.);
3 непоседливый, вечно мечущийся: ῥευστὴ εἰς ἅπαντα ἡ πολυπραγμοσύνη Plut. повсюду мечущаяся суетливость.