ἐξανδραποδίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(5)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksandrapodizo
|Transliteration C=eksandrapodizo
|Beta Code=e)candrapodi/zw
|Beta Code=e)candrapodi/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">reduce to utter slavery</b>, Ἀθήνας <span class="bibl">Hdt.6.94</span>, cf. <span class="bibl">X. <span class="title">HG</span>2.1.15</span>:—mostly in Med. ἐξανδρᾰποδ-ίζομαι, τοὺς Τεγεήτας <span class="bibl">Hdt.1.66</span>, cf. <span class="bibl">And.4.22</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.2.16</span>, etc.; <b class="b3">τῶν τεθνεώτων ἐ. τοὺς βίους</b> <b class="b2">confiscate</b> the substance of the deceased, <span class="bibl">Plb.32.5.11</span>.—The Att. fut. <b class="b3">ἐξανδραποδιοῦμαι</b>, Ion. <b class="b3">-ιεῦμαι</b>, which is mostly trans. (as in <span class="bibl">Hdt.1.66</span>), takes a pass. sense in <span class="bibl">Id.6.9</span>: so aor. 1 <b class="b3">ἐξηνδραποδίσθην</b> ib.<span class="bibl">108</span>, <span class="bibl">D.50.4</span>: pf. part. ἐξηνδραποδισμένος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>3</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cal.</span>19</span>.</span>
|Definition=[[enslave]], [[reduce to slavery]], [[reduce to utter slavery]], Ἀθήνας [[Herodotus|Hdt.]]6.94, cf. X. HG2.1.15:—mostly in Med. [[ἐξανδραποδίζομαι]] = [[be reduced to slavery]], [[be reduced to utter slavery]], [[be enslaved]], τοὺς Τεγεήτας [[Herodotus|Hdt.]]1.66, cf. And.4.22, X.HG2.2.16, etc.; τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσατο τοὺς βίους [[confiscate]] the [[substance]] of the [[deceased]], Plb.32.5.11.—The Att. fut. ἐξανδραποδιοῦμαι, Ion. [[ἐξανδραποδιεῦμαι]], which is mostly trans. (as in [[Herodotus|Hdt.]]1.66), takes a pass. sense in Id.6.9: so aor. 1 ἐξηνδραποδίσθην ib.108, D.50.4: pf. part. [[ἐξηνδραποδισμένος]] Plu.Ant.3, Luc.Cal.19.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. contr. -ιῶ Lib.<i>Decl</i>.13.1.41, Thdt.<i>Qu.in Id</i>.7 (p.293), Procop.<i>Aed</i>.4.1.34, pero -ίσω Thdt.M.81.1069B, med. jón. -ιεῦμαι Hdt.6.9]<br /><b class="num">1</b> c. ac. de ciudades y pers. [[esclavizar]] Ἀθήνας Hdt.6.94, πόλεις I.<i>AI</i> 14.275, cf. X.<i>HG</i> 2.1.15, en v. pas. ἑσσωθέντες τῇ μάχῃ ἐξανδραποδιεῦνται Hdt.6.9, Τῆνος ... ὑπ' Ἀλεξάνδρου ἐξηνδραποδίσθη D.50.4, cf. Isoc.14.32, πόλιν ... ἐξανδραποδισθεῖσαν <i>IOropos</i> 307.21 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. ἐξανδραποιούμενοι τοὺς Τεγεήτας Hdt.1.66, τύραννοι ... πόλεις χρημάτων [[ἕνεκα]] ἐξανδραποδίζονται X.<i>Smp</i>.4.36, cf. Plb.9.39.2, Polyaen.5.15.1, Ἀμισὸν ... ἐξηνδραπόδιστο App.<i>BC</i> 2.91<br /><b class="num">•</b>fig. [[hacer esclavo]], [[someter]] [[Ἄρειος]] ... ἐξηνδραπόδιζεν ὅσους ἴσχυεν Thdt.<i>HE</i> 1.2.11, ψυχάς Thdt.<i>Qu.in Id</i>.7 (p.293)<br /><b class="num"></b>en v. med. mismo sent. δαίμονες πονηροὶ τὰς ψυχὰς ... ἐξηνδραποδίζοντο Eus.<i>Is</i>.61.8, c. dat. instrum. πᾶν τὸ θνητὸν γένος μηχαναῖς πολυθέου κακίας ἐξηνδραποδίζοντο Eus.<i>LC</i> 7 (p.212).<br /><b class="num">2</b> c. ac. de cosa, en v. med. [[confiscar]], [[apoderarse de]] τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσατο τοὺς βίους confiscó la propiedad de los que habían muerto</i> Plb.32.5.11.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0868.png Seite 868]] in Knechtschaft bringen, unterjochen; Ἀθήνας Her. 6, 94; Xen. Hell. 2, 1, 15; häufiger im med., sich unterjochen, zu Sklaven machen, Her. 1, 66 u. oft; Xen. Hell. 2, 2, 16; Plat. Legg. III, 698 c u. Redner; allgemein, rauben, τοὺς βίους τῶν τεθνεώτων Pol. 32, 21, 11; – das fut. ἐξανδραποδιοῦμαι, sonst act., z. B. Her. 1, 66, steht in passiver Bdtg, 6, 99.
}}
{{bailly
|btext=réduire en servitude, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀνδραποδίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξανδρᾰποδίζω:'''<br /><b class="num">1</b> преимущ. med. обращать в рабство, порабощать (πόλιν Her., Xen., Arst., Plut.; τινά Her., Plat., Plut.); pass. быть обращаемым в рабство Her., Dem., Luc., Plut.;<br /><b class="num">2</b> med. [[захватывать]], [[грабить]] (πάντων τῶν τεθνεώτων τοὺς βίους Polyb.).
}}
{{ls
|lstext='''ἐξανδραποδίζω''': Ἡρόδ. 6. 94, Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 15, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐξανδραποδίζομαι, Ἡρόδ., κλ. Ἀνδραποδίζω ἐντελῶς, ὑποδουλώνω, Ἀθήνας Ἡρόδ. 6. 94· τοὺς Τεγεήτας ὁ αὐτ. 1. 66, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἀνδοκ. 32. 6, Ξεν. κλ.· τῶν τεθνεώτων ἐξανδ. τοὺς βίους, δημεύειν τὰς περιουσίας τῶν ἀποθανόντων, Πολύβ. 32. 21, 11: - πρβλ. [[ἀνδραποδίζω]]. Ὁ Ἀττ. μέλλ. ἐξανδραποδιοῦμαι, Ἰων. -ιεῦμαι, [[ὅστις]] κατὰ τὸ πλεῖστον [[εἶναι]] μεταβατ. (ὡς ἐν Ἡροδ. 1. 66) λαμβάνει παθ. σημ. ἐν 6. 9: [[οὕτως]] ἀόρ. α΄ ἐξηνδραποδίσθην [[αὐτόθι]] 108, Δημ. 1207. 18· μετοχ. πρκμ. ἐξηνδραποδισμένος Λουκ. π. Διαβολ. 19.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐξανδραποδίζω]]) [[ανδραποδίζω]]<br />(για ανθρ. ή πολιτείες) [[κάνω]] κάποιον ανδράποδο, [[υποδουλώνω]], [[υποτάσσω]] («ἀπέπεμπε ἐξανδραποδίσαντας Ἀθήνας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρπάζω]], σφετερίζομαι, [[δημεύω]] («καὶ πάντων τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσαντο τοὺς βίους», <b>Πολ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξανδρᾰποδίζω:''' και στη Μέσ. ἐξανδραποδίζομαι, σε μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] σε απόλυτη [[σκλαβιά]], [[υποδουλώνω]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίσης ως Παθ., σε Ηρόδ., Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Mid. ἐξανδραποδίζομαι fut. [[Attic]] -ιοῦμαι<br /><b class="num">I.</b> to [[reduce]] to [[utter]] [[slavery]], Hdt., Xen., etc.<br /><b class="num">II.</b> also as Pass., Hdt., Dem.
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανδρᾰποδίζω Medium diacritics: ἐξανδραποδίζω Low diacritics: εξανδραποδίζω Capitals: ΕΞΑΝΔΡΑΠΟΔΙΖΩ
Transliteration A: exandrapodízō Transliteration B: exandrapodizō Transliteration C: eksandrapodizo Beta Code: e)candrapodi/zw

English (LSJ)

enslave, reduce to slavery, reduce to utter slavery, Ἀθήνας Hdt.6.94, cf. X. HG2.1.15:—mostly in Med. ἐξανδραποδίζομαι = be reduced to slavery, be reduced to utter slavery, be enslaved, τοὺς Τεγεήτας Hdt.1.66, cf. And.4.22, X.HG2.2.16, etc.; τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσατο τοὺς βίους confiscate the substance of the deceased, Plb.32.5.11.—The Att. fut. ἐξανδραποδιοῦμαι, Ion. ἐξανδραποδιεῦμαι, which is mostly trans. (as in Hdt.1.66), takes a pass. sense in Id.6.9: so aor. 1 ἐξηνδραποδίσθην ib.108, D.50.4: pf. part. ἐξηνδραποδισμένος Plu.Ant.3, Luc.Cal.19.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. contr. -ιῶ Lib.Decl.13.1.41, Thdt.Qu.in Id.7 (p.293), Procop.Aed.4.1.34, pero -ίσω Thdt.M.81.1069B, med. jón. -ιεῦμαι Hdt.6.9]
1 c. ac. de ciudades y pers. esclavizar Ἀθήνας Hdt.6.94, πόλεις I.AI 14.275, cf. X.HG 2.1.15, en v. pas. ἑσσωθέντες τῇ μάχῃ ἐξανδραποδιεῦνται Hdt.6.9, Τῆνος ... ὑπ' Ἀλεξάνδρου ἐξηνδραποδίσθη D.50.4, cf. Isoc.14.32, πόλιν ... ἐξανδραποδισθεῖσαν IOropos 307.21 (II a.C.)
en v. med. mismo sent. ἐξανδραποιούμενοι τοὺς Τεγεήτας Hdt.1.66, τύραννοι ... πόλεις χρημάτων ἕνεκα ἐξανδραποδίζονται X.Smp.4.36, cf. Plb.9.39.2, Polyaen.5.15.1, Ἀμισὸν ... ἐξηνδραπόδιστο App.BC 2.91
fig. hacer esclavo, someter Ἄρειος ... ἐξηνδραπόδιζεν ὅσους ἴσχυεν Thdt.HE 1.2.11, ψυχάς Thdt.Qu.in Id.7 (p.293)
en v. med. mismo sent. δαίμονες πονηροὶ τὰς ψυχὰς ... ἐξηνδραποδίζοντο Eus.Is.61.8, c. dat. instrum. πᾶν τὸ θνητὸν γένος μηχαναῖς πολυθέου κακίας ἐξηνδραποδίζοντο Eus.LC 7 (p.212).
2 c. ac. de cosa, en v. med. confiscar, apoderarse de τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσατο τοὺς βίους confiscó la propiedad de los que habían muerto Plb.32.5.11.

German (Pape)

[Seite 868] in Knechtschaft bringen, unterjochen; Ἀθήνας Her. 6, 94; Xen. Hell. 2, 1, 15; häufiger im med., sich unterjochen, zu Sklaven machen, Her. 1, 66 u. oft; Xen. Hell. 2, 2, 16; Plat. Legg. III, 698 c u. Redner; allgemein, rauben, τοὺς βίους τῶν τεθνεώτων Pol. 32, 21, 11; – das fut. ἐξανδραποδιοῦμαι, sonst act., z. B. Her. 1, 66, steht in passiver Bdtg, 6, 99.

French (Bailly abrégé)

réduire en servitude, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀνδραποδίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανδρᾰποδίζω:
1 преимущ. med. обращать в рабство, порабощать (πόλιν Her., Xen., Arst., Plut.; τινά Her., Plat., Plut.); pass. быть обращаемым в рабство Her., Dem., Luc., Plut.;
2 med. захватывать, грабить (πάντων τῶν τεθνεώτων τοὺς βίους Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανδραποδίζω: Ἡρόδ. 6. 94, Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 15, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐξανδραποδίζομαι, Ἡρόδ., κλ. Ἀνδραποδίζω ἐντελῶς, ὑποδουλώνω, Ἀθήνας Ἡρόδ. 6. 94· τοὺς Τεγεήτας ὁ αὐτ. 1. 66, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἀνδοκ. 32. 6, Ξεν. κλ.· τῶν τεθνεώτων ἐξανδ. τοὺς βίους, δημεύειν τὰς περιουσίας τῶν ἀποθανόντων, Πολύβ. 32. 21, 11: - πρβλ. ἀνδραποδίζω. Ὁ Ἀττ. μέλλ. ἐξανδραποδιοῦμαι, Ἰων. -ιεῦμαι, ὅστις κατὰ τὸ πλεῖστον εἶναι μεταβατ. (ὡς ἐν Ἡροδ. 1. 66) λαμβάνει παθ. σημ. ἐν 6. 9: οὕτως ἀόρ. α΄ ἐξηνδραποδίσθην αὐτόθι 108, Δημ. 1207. 18· μετοχ. πρκμ. ἐξηνδραποδισμένος Λουκ. π. Διαβολ. 19.

Greek Monolingual

ἐξανδραποδίζω) ανδραποδίζω
(για ανθρ. ή πολιτείες) κάνω κάποιον ανδράποδο, υποδουλώνω, υποτάσσω («ἀπέπεμπε ἐξανδραποδίσαντας Ἀθήνας», Ηρόδ.)
αρχ.
αρπάζω, σφετερίζομαι, δημεύω («καὶ πάντων τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσαντο τοὺς βίους», Πολ.).

Greek Monotonic

ἐξανδρᾰποδίζω: και στη Μέσ. ἐξανδραποδίζομαι, σε μέλ. Αττ. -ιοῦμαι,
I. οδηγώ σε απόλυτη σκλαβιά, υποδουλώνω, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
II. επίσης ως Παθ., σε Ηρόδ., Δημ.

Middle Liddell

Mid. ἐξανδραποδίζομαι fut. Attic -ιοῦμαι
I. to reduce to utter slavery, Hdt., Xen., etc.
II. also as Pass., Hdt., Dem.