σημερινός: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=simerinos | |Transliteration C=simerinos | ||
|Beta Code=shmerino/s | |Beta Code=shmerino/s | ||
|Definition= | |Definition=σημερινή, σημερινόν, [[of today]], Call.Sos.vi 2, Ammon.in Int.32.5, Sch. Ar.Nu.699, Dosith.p.397 K., ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σημερῐνός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν [[σήμερον]], ὡς καὶ νῦν, Γλωσσ. - [[Κατὰ]] Κόντον (Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 333) ἀδόκιμον. | |lstext='''σημερῐνός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν [[σήμερον]], ὡς καὶ νῦν, Γλωσσ. - [[Κατὰ]] Κόντον (Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 333) ἀδόκιμον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σημερινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και σημερνός, -ή, -ό, Ν<br />αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[σήμερα]] (α. «η σημερινή [[βροχή]]» β. «η σημερινή [[απόφαση]]» γ. «οι σημερινές εφημερίδες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τωρινός]], [[σύγχρονος]] (α. «τα σημερινά προβλήματα<br />β. «τα σημερινά σχολεία»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σήμερ</i>-<i>ον</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> ([[πρβλ]]. [[παντοτινός]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:19, 25 August 2023
English (LSJ)
σημερινή, σημερινόν, of today, Call.Sos.vi 2, Ammon.in Int.32.5, Sch. Ar.Nu.699, Dosith.p.397 K., Glossaria.
German (Pape)
[Seite 875] heurig, heutig, Philoxen. Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σημερῐνός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σήμερον, ὡς καὶ νῦν, Γλωσσ. - Κατὰ Κόντον (Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 333) ἀδόκιμον.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σημερινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σημερνός, -ή, -ό, Ν
αυτός που υπάρχει ή γίνεται σήμερα (α. «η σημερινή βροχή» β. «η σημερινή απόφαση» γ. «οι σημερινές εφημερίδες»)
νεοελλ.
τωρινός, σύγχρονος (α. «τα σημερινά προβλήματα
β. «τα σημερινά σχολεία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήμερ-ον + κατάλ. -ινός (πρβλ. παντοτινός)].