ὀροβάγχη: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orovagchi | |Transliteration C=orovagchi | ||
|Beta Code=o)roba/gxh | |Beta Code=o)roba/gxh | ||
|Definition=or ὀροβάκχη (as Hsch. writes it, cf. v.l. in | |Definition=or [[ὀροβάκχη]] (as [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] writes it, cf. [[varia lectio|v.l.]] in ''Gp.''2.42.1), ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[dodder]], [[Cuscuta europaea]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 8.8.4, ''Gp.''2.43.<br><span class="bld">II</span> [[chokefitch]], [[Orobanche crenata]], Dsc.2.142, ''Gp.''2.42. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀροβάγχη''': ἢ ὀροβάκχη (ὡς γράφει αὐτὸ ὁ Ἡσύχ.), ἡ, παράσιτόν τι [[φυτόν]], [[ὅπερ]] φαίνεται ἐκ τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 4, ὅτι [[εἶναι]] τὸ φυτὸν cuscula ἀλλὰ ἐκ τοῦ Διοσκ. 2. 172, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ πνῖγον τὸν ὄροβον, orobanche, [[ὅπερ]] νῦν κατὰ τὸν Sibthorp ὀνομάζεται [[λύκος]]. - Ἀλλὰ ὀρόβακχος, ὁ, ἐν Νικ. Θηρ. 869, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ [[καρπὸς]] τοῦ παλιούρου, ἴδε Schneid. ἐν τόπῳ. | |lstext='''ὀροβάγχη''': ἢ ὀροβάκχη (ὡς γράφει αὐτὸ ὁ Ἡσύχ.), ἡ, παράσιτόν τι [[φυτόν]], [[ὅπερ]] φαίνεται ἐκ τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 4, ὅτι [[εἶναι]] τὸ φυτὸν cuscula ἀλλὰ ἐκ τοῦ Διοσκ. 2. 172, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ πνῖγον τὸν ὄροβον, orobanche, [[ὅπερ]] νῦν κατὰ τὸν Sibthorp ὀνομάζεται [[λύκος]]. - Ἀλλὰ ὀρόβακχος, ὁ, ἐν Νικ. Θηρ. 869, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ [[καρπὸς]] τοῦ παλιούρου, ἴδε Schneid. ἐν τόπῳ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και οροβάκχη, η (ΑΜ [[ὀροβάγχη]] και [[ὀροβάκχη]])<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών παρασιτικών [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[οροβαγχίδες]] της τάξης [[σκροφουλαριώδη]] και περιλαμβάνει 140 [[περίπου]] είδη της Ευρώπης και της Ασίας, από τα οποία 22 απαντούν στην [[Ελλάδα]] και [[είναι]] [[σήμερα]] γνωστά με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[λύκος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το παρασιτικό [[φυτό]] που [[είναι]] γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[επίθυμον]] το ευρωπαϊκόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄροβος]] «[[είδος]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> [[ἄγχω]] «[[φονεύω]], [[πνίγω]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
or ὀροβάκχη (as Hsch. writes it, cf. v.l. in Gp.2.42.1), ἡ,
A dodder, Cuscuta europaea, Thphr. HP 8.8.4, Gp.2.43.
II chokefitch, Orobanche crenata, Dsc.2.142, Gp.2.42.
German (Pape)
[Seite 385] ἡ, ein Unkraut, das die Kichererbsen, ὄροβος, erstickt, ἄγχω, wird auch ὀροβάκχη geschrieben, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροβάγχη: ἢ ὀροβάκχη (ὡς γράφει αὐτὸ ὁ Ἡσύχ.), ἡ, παράσιτόν τι φυτόν, ὅπερ φαίνεται ἐκ τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 4, ὅτι εἶναι τὸ φυτὸν cuscula ἀλλὰ ἐκ τοῦ Διοσκ. 2. 172, φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ πνῖγον τὸν ὄροβον, orobanche, ὅπερ νῦν κατὰ τὸν Sibthorp ὀνομάζεται λύκος. - Ἀλλὰ ὀρόβακχος, ὁ, ἐν Νικ. Θηρ. 869, φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ καρπὸς τοῦ παλιούρου, ἴδε Schneid. ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
και οροβάκχη, η (ΑΜ ὀροβάγχη και ὀροβάκχη)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών παρασιτικών φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια οροβαγχίδες της τάξης σκροφουλαριώδη και περιλαμβάνει 140 περίπου είδη της Ευρώπης και της Ασίας, από τα οποία 22 απαντούν στην Ελλάδα και είναι σήμερα γνωστά με την κοινή ονομασία λύκος
μσν.-αρχ.
το παρασιτικό φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία επίθυμον το ευρωπαϊκόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + ἄγχω «φονεύω, πνίγω»].