τρυγητός: Difference between revisions
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
(6_23) |
mNo edit summary |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=τρυγητός | |||
|Medium diacritics=τρυγητός | |||
|Low diacritics=τρυγητός | |||
|Capitals=ΤΡΥΓΗΤΟΣ | |||
|Transliteration A=trygētós | |||
|Transliteration B=trygētos | |||
|Transliteration C=trygitos | |||
|Beta Code=trughto/s | |||
|Definition=ὁ, [[drying up]] of a [[lake]], Sch. Nic. ''Th.'' 368. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[récolte]] (moisson, vendange);<br /><b>2</b> [[époque de la récolte]], [[époque des vendanges]].<br />'''Étymologie:''' [[τρυγάω]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρυγητός''': καὶ τρύγητος, ὁ, (τρῠγάω) τὸ τρυγᾶν, ἡ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν, Πλούτ. 2. 671D, Λουκ. Φιλοψ. 22, κλπ., ἴδε | |lstext='''τρυγητός''': καὶ τρύγητος, ὁ, (τρῠγάω) τὸ τρυγᾶν, ἡ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν, Πλούτ. 2. 671D, Λουκ. Φιλοψ. 22, κλπ., ἴδε Πολυδ. Α΄, 61. 2) ὡς καὶ νῦν, ἡ ἐποχὴ τῆς συγκομιδῆς, [[τρύγος]], Θουκ. 4. 84, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 2. ΙΙ. = [[τρύγη]], ὁ συγκομισθεὶς καρπός, «εἰσοδεία», Γραμμ. (Οἱ Γραμμ. ἐπιχειροῦσι νὰ διακρίνωσι τὴν σημασίαν ταύτην διὰ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε ἐν λέξ. [[ἄμητος]])· «τρύγητος ὁ καιρὸς μονογενῶς, τρυγητὸς δὲ τὸ τρυγώμενον» Ἀρκάδ. 81, 26. - Πρβλ. καὶ Θεογνώστ. Καν. 75, 13: «τρύγητος καὶ [[ἄμητος]] προπαροξυνόμενα ἐπὶ καιροῦ λαμβάνεται· ἐπὶ γὰρ τῶν πράξεων ὀξύνεται», ἴδε καὶ Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[τρύγητος]] Α<br /><b>1.</b> η [[συγκομιδή]] των σταφυλιών, ο [[τρύγος]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) η [[εποχή]] της [[παραπάνω]] συγκομιδής<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[συγκομιδή]] του μελιού και του κεριού από τις κυψέλες τών [[μελισσών]]<br /><b>2.</b> η [[εποχή]] της [[παραπάνω]] συγκομιδής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ο τ. [[τρυγητός]]) α) η [[συγκομιδή]] τών δημητριακών και τών οπωρικών και γενικά τών ώριμων καρπών<br />β) η [[σοδειά]], η [[τρύγη]]<br />γ) [[αποξήρανση]] λίμνης<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] ο τ. [[τρύγητος]]) [[πατητήρι]], [[ληνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρυγῶ</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἄμητος]] / [[ἀμητός]])]. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=ἤ [[τρύγητος]] (=[[τρύγος]]). Ἀπό τό [[τρυγάω]] -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:17, 7 December 2023
English (LSJ)
ὁ, drying up of a lake, Sch. Nic. Th. 368.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 récolte (moisson, vendange);
2 époque de la récolte, époque des vendanges.
Étymologie: τρυγάω.
Greek (Liddell-Scott)
τρυγητός: καὶ τρύγητος, ὁ, (τρῠγάω) τὸ τρυγᾶν, ἡ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν, Πλούτ. 2. 671D, Λουκ. Φιλοψ. 22, κλπ., ἴδε Πολυδ. Α΄, 61. 2) ὡς καὶ νῦν, ἡ ἐποχὴ τῆς συγκομιδῆς, τρύγος, Θουκ. 4. 84, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 2. ΙΙ. = τρύγη, ὁ συγκομισθεὶς καρπός, «εἰσοδεία», Γραμμ. (Οἱ Γραμμ. ἐπιχειροῦσι νὰ διακρίνωσι τὴν σημασίαν ταύτην διὰ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε ἐν λέξ. ἄμητος)· «τρύγητος ὁ καιρὸς μονογενῶς, τρυγητὸς δὲ τὸ τρυγώμενον» Ἀρκάδ. 81, 26. - Πρβλ. καὶ Θεογνώστ. Καν. 75, 13: «τρύγητος καὶ ἄμητος προπαροξυνόμενα ἐπὶ καιροῦ λαμβάνεται· ἐπὶ γὰρ τῶν πράξεων ὀξύνεται», ἴδε καὶ Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και τρύγητος Α
1. η συγκομιδή των σταφυλιών, ο τρύγος
2. (κυρίως) η εποχή της παραπάνω συγκομιδής
νεοελλ.-μσν.
1. η συγκομιδή του μελιού και του κεριού από τις κυψέλες τών μελισσών
2. η εποχή της παραπάνω συγκομιδής
αρχ.
1. (κυρίως ο τ. τρυγητός) α) η συγκομιδή τών δημητριακών και τών οπωρικών και γενικά τών ώριμων καρπών
β) η σοδειά, η τρύγη
γ) αποξήρανση λίμνης
2. (κυρίως ο τ. τρύγητος) πατητήρι, ληνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. -τος (πρβλ. ἄμητος / ἀμητός)].
Mantoulidis Etymological
ἤ τρύγητος (=τρύγος). Ἀπό τό τρυγάω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.