κόρυθος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=korythos | |Transliteration C=korythos | ||
|Beta Code=ko/ruqos | |Beta Code=ko/ruqos | ||
|Definition=ὁ, (κόρυς) < | |Definition=ὁ, ([[κόρυς]])<br><span class="bld">A</span> [[crested]] [[τροχίλος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; but also, = [[περικεφαλαία]], Id.<br><span class="bld">II</span> Κόρυθος, title of [[Apollo]], ''Bull.Soc.Roy.Lund'' 1928-9iv 40; Κόριθος, ib.39. κορυλλίων, a bird (perhaps = [[κολλυρίων]]), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1488.png Seite 1488]] ὁ, eine Art [[τροχίλος]], wohl [[κόρυδος]], Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1488.png Seite 1488]] ὁ, eine Art [[τροχίλος]], wohl [[κόρυδος]], Hesych. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>gén. de</i> [[κόρυς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κόρῠθος:''' gen. к [[κόρυς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόρῠθος''': ὁ, ([[κόρυς]]), ὁ | |lstext='''κόρῠθος''': ὁ, ([[κόρυς]]), ὁ μετὰ λόφου, [[τροχίλος]] Ἡσύχ., πρβλ. [[κορυδός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κόρυθος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) [[είδος]] τροχίλου<br />β) [[περικεφαλαία]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Κόρυθος</i><br />[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «[[περικεφαλαία]]» πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του [[κόρυς]], -<i>υθ</i>-<i>ος</i>, [[κατά]] τα δευτερόκλιτα αρσ. σε -<i>ος</i>. Με τη σημ. «[[τροχίλος]]» πρόκειται για παράλληλο τ. του [[κόρυδος]] ([[επίσης]] <span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]]) με [[παρέκταση]] -<i>θ</i>- [[αντί]] -<i>δ</i>-]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κόρυθος gen. van κόρυς. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (κόρυς)
A crested τροχίλος, Hsch.; but also, = περικεφαλαία, Id.
II Κόρυθος, title of Apollo, Bull.Soc.Roy.Lund 1928-9iv 40; Κόριθος, ib.39. κορυλλίων, a bird (perhaps = κολλυρίων), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1488] ὁ, eine Art τροχίλος, wohl κόρυδος, Hesych.
French (Bailly abrégé)
gén. de κόρυς.
Russian (Dvoretsky)
κόρῠθος: gen. к κόρυς.
Greek (Liddell-Scott)
κόρῠθος: ὁ, (κόρυς), ὁ μετὰ λόφου, τροχίλος Ἡσύχ., πρβλ. κορυδός.
Greek Monolingual
κόρυθος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) α) είδος τροχίλου
β) περικεφαλαία
2. ως κύριο όν. ὁ Κόρυθος
προσωνυμία του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «περικεφαλαία» πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του κόρυς, -υθ-ος, κατά τα δευτερόκλιτα αρσ. σε -ος. Με τη σημ. «τροχίλος» πρόκειται για παράλληλο τ. του κόρυδος (επίσης < κόρυς) με παρέκταση -θ- αντί -δ-].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόρυθος gen. van κόρυς.