ὑδρωπικός: Difference between revisions

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ydropikos
|Transliteration C=ydropikos
|Beta Code=u(drwpiko/s
|Beta Code=u(drwpiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">suffering from dropsy</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>6.27</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pr.</span> 871b24</span>, <span class="bibl">Plb.13.2.2</span>, Dsc.1.103, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>14.2</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1088.63</span> (i A. D.), <span class="bibl">Sor.2.63</span>: metaph., ναῦς ὑ. <span class="title">AP</span>11.332 (Nicarch.).</span>
|Definition=ὑδρωπική, ὑδρωπικόν, [[suffering from dropsy]], Hp.''Aph.''6.27, Arist. ''Pr.'' 871b24, Plb.13.2.2, Dsc.1.103, ''Ev.Luc.''14.2, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1088.63 (i A. D.), Sor.2.63: metaph., ναῦς ὑ. ''AP''11.332 (Nicarch.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1174.png Seite 1174]] zum [[ὕδρωψ]] gehörig, wassersüchtig; Arist. probl. 3, 5; Pol. 13, 2, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1174.png Seite 1174]] zum [[ὕδρωψ]] gehörig, wassersüchtig; Arist. probl. 3, 5; Pol. 13, 2, 6.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[hydropique]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕδρωψ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδρωπικός:''' [[страдающий водянкой]] Arst.: [[ναῦς]] ὑδρωπική Anth. корабль с течью.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδρωπικός''': -ή, -όν, ([[ὕδρωψ]]) ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Προβλ. 3. 5, 7· μεταφορ., [[ναῦς]] ὑδρ. Ἀνθ. Π. 11. 332. ΙΙ. ὁ ἐξ ὕδρωπος προερχόμενος, [[οἴδημα]], [[πάθος]] Ἰατρ. - τὸ ὑδρωπικὸν = [[ὕδρωψ]], Λογγῖν. 3. 4.
|lstext='''ὑδρωπικός''': -ή, -όν, ([[ὕδρωψ]]) ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Προβλ. 3. 5, 7· μεταφορ., [[ναῦς]] ὑδρ. Ἀνθ. Π. 11. 332. ΙΙ. ὁ ἐξ ὕδρωπος προερχόμενος, [[οἴδημα]], [[πάθος]] Ἰατρ. - τὸ ὑδρωπικὸν = [[ὕδρωψ]], Λογγῖν. 3. 4.
}}
{{StrongGR
|strgr=from a [[compound]] of [[ὕδωρ]] and a derivative of [[ὀπτάνομαι]] (as if looking [[watery]]); to be "[[dropsical]]": [[have]] the [[dropsy]].
}}
{{Thayer
|txtha=ὑδρωπικη, ὑδρωπικον ([[ὕδρωψ]], the [[dropsy]], i. e. [[internal]] [[water]]), [[dropsical]], [[suffering]] from [[dropsy]]: [[Aristotle]]), [[Polybius]] 13,2, 2; (others).)
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑδρωπικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ὕδρωψ]], -<i>ωπος</i>]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πάσχει από [[υδρωπικία]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύδρωπα ή και αυτός που προέρχεται από την [[παραπάνω]] νόσο (α. «υδρωπικά συμπτώματα» β. «ὑδρωπικαὶ ἐκδηλώσεις», Ορειβ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑδρωπικόν</i><br />η [[νόσος]] ύδρωπας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑδρωπικός:''' -ή, -όν, [[υδρωπικός]], [[οιδηματώδης]]· μεταφ., [[ναῦς]] ὑδρωπική, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑδρωπικός]], ή, όν<br />[[dropsical]]: metaph., [[ναῦς]] ὑδρ. Anth.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':ØdrwpikÒj 虛得羅-哦披可士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':水濕-觀看<br />'''字義溯源''':患水腫的,水腫的,水臌的,患水臌的;由([[ὕδωρ]])=水)與([[ὀπτάνομαι]])*=注視)組成,其中 ([[ὕδωρ]])出自([[ὑετός]])=雨水),而 ([[ὑετός]])又出自([[ὕψωμα]])X*=下雨)<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 水臌的(1) 路14:2
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρωπικός Medium diacritics: ὑδρωπικός Low diacritics: υδρωπικός Capitals: ΥΔΡΩΠΙΚΟΣ
Transliteration A: hydrōpikós Transliteration B: hydrōpikos Transliteration C: ydropikos Beta Code: u(drwpiko/s

English (LSJ)

ὑδρωπική, ὑδρωπικόν, suffering from dropsy, Hp.Aph.6.27, Arist. Pr. 871b24, Plb.13.2.2, Dsc.1.103, Ev.Luc.14.2, POxy.1088.63 (i A. D.), Sor.2.63: metaph., ναῦς ὑ. AP11.332 (Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 1174] zum ὕδρωψ gehörig, wassersüchtig; Arist. probl. 3, 5; Pol. 13, 2, 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
hydropique.
Étymologie: ὕδρωψ.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρωπικός: страдающий водянкой Arst.: ναῦς ὑδρωπική Anth. корабль с течью.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρωπικός: -ή, -όν, (ὕδρωψ) ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Προβλ. 3. 5, 7· μεταφορ., ναῦς ὑδρ. Ἀνθ. Π. 11. 332. ΙΙ. ὁ ἐξ ὕδρωπος προερχόμενος, οἴδημα, πάθος Ἰατρ. - τὸ ὑδρωπικὸν = ὕδρωψ, Λογγῖν. 3. 4.

English (Strong)

from a compound of ὕδωρ and a derivative of ὀπτάνομαι (as if looking watery); to be "dropsical": have the dropsy.

English (Thayer)

ὑδρωπικη, ὑδρωπικον (ὕδρωψ, the dropsy, i. e. internal water), dropsical, suffering from dropsy: Aristotle), Polybius 13,2, 2; (others).)

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑδρωπικός, -ή, -όν, ΝΑ ὕδρωψ, -ωπος]
1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδρωπικία
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύδρωπα ή και αυτός που προέρχεται από την παραπάνω νόσο (α. «υδρωπικά συμπτώματα» β. «ὑδρωπικαὶ ἐκδηλώσεις», Ορειβ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδρωπικόν
η νόσος ύδρωπας.

Greek Monotonic

ὑδρωπικός: -ή, -όν, υδρωπικός, οιδηματώδης· μεταφ., ναῦς ὑδρωπική, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑδρωπικός, ή, όν
dropsical: metaph., ναῦς ὑδρ. Anth.

Chinese

原文音譯:ØdrwpikÒj 虛得羅-哦披可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:水濕-觀看
字義溯源:患水腫的,水腫的,水臌的,患水臌的;由(ὕδωρ)=水)與(ὀπτάνομαι)*=注視)組成,其中 (ὕδωρ)出自(ὑετός)=雨水),而 (ὑετός)又出自(ὕψωμα)X*=下雨)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 水臌的(1) 路14:2