ἔνταλμα: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(6_21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=entalma | |Transliteration C=entalma | ||
|Beta Code=e)/ntalma | |Beta Code=e)/ntalma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό, = [[ἐντολή]], [[LXX]] ''Is.''29.13, ''Ev.Matt.''15.9, al. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />en lit. jud.-crist. [[orden]], [[mandato]] ἐντάλματα ἀνθρώπων [[LXX]] <i>Is</i>.29.13, cf. <i>Ep.Col</i>.2.22, ἐξελεύσομαι ... ἐν ἐντάλμασιν αὐτοῦ [[LXX]] <i>Ib</i>.23.11, cf. 2<i>Ep.Clem</i>.17.3, Basil.M.31.629A, ἔ. καὶ ἔργον Iust.Phil.<i>Dial</i>.67.10, νομίμων ἐντάλματα Gr.Thaum.<i>Annunt</i>.M.10.1169A, cf. Cyr.Al.<i>Mt</i>.152.8, Gr.Naz.M.37.1108A, Epiph.Const.<i>Haer</i>.70.5.3. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0853.png Seite 853]] τό, der Auftrag, Befehl, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0853.png Seite 853]] τό, der Auftrag, Befehl, Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔνταλμα:''' ατος τό [[ἐντέλλω]] наставление, заповедь NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνταλμα''': τό, = [[ἐντολή]], ἐντάλματα ἀνθρώπων Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΚΘ΄, 13), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιε΄, 9, κλ. | |lstext='''ἔνταλμα''': τό, = [[ἐντολή]], ἐντάλματα ἀνθρώπων Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΚΘ΄, 13), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιε΄, 9, κλ. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[ἐντέλλομαι]]; an [[injunction]], i.e. [[religious]] [[precept]]: commandment. | |||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=ἐνταλματος, τό ([[ἐντέλλομαι]] ([[see]] [[ἐντέλλω]])), a [[precept]]: plural, διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων; (Winer's Grammar, 25).) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ἔνταλμα]])<br />[[εντολή]], [[διαταγή]] («διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων καὶ διδασκαλίας», ΠΔ)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />έγγραφη [[άδεια]] ή [[εντολή]] επίσημης αρχής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έγγραφη [[εντολή]] αρμόδιας δικαστικής ή ανακριτικής αρχής με την οποία διατάσσεται η [[σύλληψη]] («[[ένταλμα]] συλλήψεως»), βίαιη [[προσαγωγή]], [[προφυλάκιση]] ή προσωπική [[κράτηση]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[μήνυμα]], [[είδηση]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔνταλμα:''' -ατος, τό = [[ἐντολή]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἔνταλμα]], ατος, τό, = [[ἐντολή]], NTest.] | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':œntalma 恩-他而馬<br />'''詞類次數''':名詞(3)<br />'''原文字根''':在內-完成(果效) 相當於: ([[אָשֻׁר]]‎ / [[אַשֻּׁר]]‎) ([[מִצְוָה]]‎)<br />'''字義溯源''':命令,規條,吩咐;源自([[διακελεύω]] / [[ἐντέλλω]])=吩咐);由([[ἐν]] / [[ἐμμέσῳ]] / [[ἐννόμως]])*=在,入)與([[τέλος]])=界限,結局)組成,而 ([[τέλος]])出自([[τελέω]])X*=有目標的計劃)。參讀 ([[διάταγμα]])同義字<br />'''出現次數''':總共(3);太(1);可(1);西(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 吩咐(3) 太15:9; 可7:7; 西2:22 | |||
}} | |||
{{ntsuppl | |||
|ntstxt=ατος (τὸ) commandement ; ordre ; précepte<br>[[ἐντέλλω]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:56, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, = ἐντολή, LXX Is.29.13, Ev.Matt.15.9, al.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
en lit. jud.-crist. orden, mandato ἐντάλματα ἀνθρώπων LXX Is.29.13, cf. Ep.Col.2.22, ἐξελεύσομαι ... ἐν ἐντάλμασιν αὐτοῦ LXX Ib.23.11, cf. 2Ep.Clem.17.3, Basil.M.31.629A, ἔ. καὶ ἔργον Iust.Phil.Dial.67.10, νομίμων ἐντάλματα Gr.Thaum.Annunt.M.10.1169A, cf. Cyr.Al.Mt.152.8, Gr.Naz.M.37.1108A, Epiph.Const.Haer.70.5.3.
German (Pape)
[Seite 853] τό, der Auftrag, Befehl, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἔνταλμα: ατος τό ἐντέλλω наставление, заповедь NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνταλμα: τό, = ἐντολή, ἐντάλματα ἀνθρώπων Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΚΘ΄, 13), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιε΄, 9, κλ.
English (Strong)
from ἐντέλλομαι; an injunction, i.e. religious precept: commandment.
English (Thayer)
ἐνταλματος, τό (ἐντέλλομαι (see ἐντέλλω)), a precept: plural, διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων; (Winer's Grammar, 25).)
Greek Monolingual
το (AM ἔνταλμα)
εντολή, διαταγή («διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων καὶ διδασκαλίας», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
έγγραφη άδεια ή εντολή επίσημης αρχής
νεοελλ.
1. έγγραφη εντολή αρμόδιας δικαστικής ή ανακριτικής αρχής με την οποία διατάσσεται η σύλληψη («ένταλμα συλλήψεως»), βίαιη προσαγωγή, προφυλάκιση ή προσωπική κράτηση κάποιου
2. μήνυμα, είδηση.
Greek Monotonic
ἔνταλμα: -ατος, τό = ἐντολή, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἔνταλμα, ατος, τό, = ἐντολή, NTest.]
Chinese
原文音譯:œntalma 恩-他而馬
詞類次數:名詞(3)
原文字根:在內-完成(果效) 相當於: (אָשֻׁר / אַשֻּׁר) (מִצְוָה)
字義溯源:命令,規條,吩咐;源自(διακελεύω / ἐντέλλω)=吩咐);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(τέλος)=界限,結局)組成,而 (τέλος)出自(τελέω)X*=有目標的計劃)。參讀 (διάταγμα)同義字
出現次數:總共(3);太(1);可(1);西(1)
譯字彙編:
1) 吩咐(3) 太15:9; 可7:7; 西2:22
French (New Testament)
ατος (τὸ) commandement ; ordre ; précepte
ἐντέλλω