ἐπικρατής: Difference between revisions
(5) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikratis | |Transliteration C=epikratis | ||
|Beta Code=e)pikrath/s | |Beta Code=e)pikrath/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπικρατές, [[master]] of a thing: only Comp. ἐπικρατέστερος, <b class="b3">τῇ μάχῃ</b> [[superior]] in... Th.6.88; ἐπικρατέστερός τινος γενόμενος = having the upper hand of.., D.C.55.30; τὸ ἐπικρατέστερον φέρειν Memn.34.3; [[κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον]] = [[with success]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]37.2.—Hom. only in Adv. [[ἐπικρατέως]] = [[with overwhelming might]], [[impetuously]], Il.16.67,81,23.863 (never in Od.); so Hes.''Sc.''321, A.R.1.367, etc. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0953.png Seite 953]] ές, Etwas in seiner Gewalt habend, [[mächtig]], [[siegreich]], nur im compar., ἐπικρατέστεροι τῇ μάχῃ ἐγένοντο Thuc. 6, 88; Sp., wie D. Cass. ὅσα τῆς [[βουλῆς]] ἐπικρατέστεροι [[ἦσαν]] 36, 26; διεπολέμησαν κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον D. Sic., siegreich. – Adv. [[ἐπικρατέως]], z. B. ἔμπεσ' ἐπικρ., [[mit Übermacht]], [[gewaltsam]], [[ungestüm]], Il. 16, 81. 23, 863; πάλλεν Hes. Sc. 521; sp. D., wie Ap. Rh.1, 367. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. Cp.</i> [[ἐπικρατέστερος]];<br />[[qui l'emporte]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κράτος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικρᾰτής:''' (только compar.) [[сильный]], [[мощный]], [[победоносный]]: ἐπικρατέστερον τῇ μάχῃ γίγνεσθαι Thuc. побеждать в сражении; [[κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον]] Diod. [[победоносно]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπικρᾰτής''': -ές, ὁ ἐπικρατῶν εἴς τι, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ., ἐπικρατέστερος τῇ μάχῃ, [[ὑπέρτερος]] ἐν..., Θουκ. 6. 88˙ ἐπικρατέστερός τινος Δίων Κ. 55. 30, πρβλ. Μέμνονα 29˙ κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον, μετ’ ἐπιτυχίας, Διοδ. Ἐκλογ. σ. 539. - Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ. -[[τέως]], ἰσχυρῶς, [[νέφος]] ἀμφιβέβηκε νηυσὶν ἐπικρατέως Ἰλ. Π. 67˙ ἔμπεσ’ ἐπικρατέως, ἐπέπεσε μεθ’ ὁρμῆς, ἰσχυρῶς, [[αὐτόθι]] 81˙ [[αὐτίκα]] δ’ ἰὸν ἧκεν ἐπικρατέως Ψ. 863 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.)˙ [[οὕτως]] Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 321, 419, 461, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 367, κλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (AM [[ἐπικρατής]], -ές) <b>νεοελλ.</b> <b>βιολ.</b> <b>φρ.</b> «[[επικρατής]] [[χαρακτήρας]]» — [[κληρονομικός]] [[χαρακτήρας]] που βρίσκεται σε ένα αλληλόμορφο [[γονίδιο]] και υπερέχει του αντίστοιχου χαρακτήρα στο ομόλογο [[γονίδιο]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />(στον συγκριτ.) <i>επικρατέστερος</i><br />ισχυρότερος, [[υπέρτερος]], συνηθέστερος («η επικρατέστερη [[άποψη]], [[θεωρία]], [[γνώμη]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(για χειμώνα) [[βαρύς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπερισχύει, επικρατεί, δεσπόζει<br /><b>2.</b> «κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον» — με [[επιτυχία]], με [[υπεροχή]], με [[επικράτηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπικρατέως</i><br /><b>αρχ.</b><br />με [[ορμή]], [[δυνατά]], ισχυρώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπικρᾰτής:''' -ές ([[κράτος]]), αυτός που επικρατεί, [[κύριος]] πράγματος· μόνο στον συγκρ., <i>ἐπικρατέτερος</i>, [[ανώτερος]], [[υπέρτερος]], σε Θουκ.· επίρρ., [[ἐπικρατέως]], με ακαταμάχητη [[δύναμη]], [[παράφορα]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπι-κρᾰτής, ές [[κράτος]]<br />[[master]] of a [[thing]]: only in comp., [[ἐπικρατέστερος]] [[superior]], Thuc.:—adv., [[ἐπικρατέως]], with [[overwhelming]] [[might]], [[impetuously]], Il., Hes. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[conquering]], [[victorious]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:08, 27 March 2024
English (LSJ)
ἐπικρατές, master of a thing: only Comp. ἐπικρατέστερος, τῇ μάχῃ superior in... Th.6.88; ἐπικρατέστερός τινος γενόμενος = having the upper hand of.., D.C.55.30; τὸ ἐπικρατέστερον φέρειν Memn.34.3; κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον = with success, D.S.37.2.—Hom. only in Adv. ἐπικρατέως = with overwhelming might, impetuously, Il.16.67,81,23.863 (never in Od.); so Hes.Sc.321, A.R.1.367, etc.
German (Pape)
[Seite 953] ές, Etwas in seiner Gewalt habend, mächtig, siegreich, nur im compar., ἐπικρατέστεροι τῇ μάχῃ ἐγένοντο Thuc. 6, 88; Sp., wie D. Cass. ὅσα τῆς βουλῆς ἐπικρατέστεροι ἦσαν 36, 26; διεπολέμησαν κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον D. Sic., siegreich. – Adv. ἐπικρατέως, z. B. ἔμπεσ' ἐπικρ., mit Übermacht, gewaltsam, ungestüm, Il. 16, 81. 23, 863; πάλλεν Hes. Sc. 521; sp. D., wie Ap. Rh.1, 367.
French (Bailly abrégé)
seul. Cp. ἐπικρατέστερος;
qui l'emporte.
Étymologie: ἐπί, κράτος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικρᾰτής: (только compar.) сильный, мощный, победоносный: ἐπικρατέστερον τῇ μάχῃ γίγνεσθαι Thuc. побеждать в сражении; κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον Diod. победоносно.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικρᾰτής: -ές, ὁ ἐπικρατῶν εἴς τι, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ., ἐπικρατέστερος τῇ μάχῃ, ὑπέρτερος ἐν..., Θουκ. 6. 88˙ ἐπικρατέστερός τινος Δίων Κ. 55. 30, πρβλ. Μέμνονα 29˙ κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον, μετ’ ἐπιτυχίας, Διοδ. Ἐκλογ. σ. 539. - Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ. -τέως, ἰσχυρῶς, νέφος ἀμφιβέβηκε νηυσὶν ἐπικρατέως Ἰλ. Π. 67˙ ἔμπεσ’ ἐπικρατέως, ἐπέπεσε μεθ’ ὁρμῆς, ἰσχυρῶς, αὐτόθι 81˙ αὐτίκα δ’ ἰὸν ἧκεν ἐπικρατέως Ψ. 863 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.)˙ οὕτως Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 321, 419, 461, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 367, κλ.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπικρατής, -ές) νεοελλ. βιολ. φρ. «επικρατής χαρακτήρας» — κληρονομικός χαρακτήρας που βρίσκεται σε ένα αλληλόμορφο γονίδιο και υπερέχει του αντίστοιχου χαρακτήρα στο ομόλογο γονίδιο
νεοελλ.-αρχ.
(στον συγκριτ.) επικρατέστερος
ισχυρότερος, υπέρτερος, συνηθέστερος («η επικρατέστερη άποψη, θεωρία, γνώμη» κ.λπ.)
μσν.
(για χειμώνα) βαρύς
αρχ.
1. αυτός που υπερισχύει, επικρατεί, δεσπόζει
2. «κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον» — με επιτυχία, με υπεροχή, με επικράτηση.
επίρρ...
ἐπικρατέως
αρχ.
με ορμή, δυνατά, ισχυρώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρατής (< κράτος)].
Greek Monotonic
ἐπικρᾰτής: -ές (κράτος), αυτός που επικρατεί, κύριος πράγματος· μόνο στον συγκρ., ἐπικρατέτερος, ανώτερος, υπέρτερος, σε Θουκ.· επίρρ., ἐπικρατέως, με ακαταμάχητη δύναμη, παράφορα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Middle Liddell
ἐπι-κρᾰτής, ές κράτος
master of a thing: only in comp., ἐπικρατέστερος superior, Thuc.:—adv., ἐπικρατέως, with overwhelming might, impetuously, Il., Hes.